ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Πολιτεία του Πλάτωνα

Plato : POLITEIA

ΠΛΑΤΩΝ

ΠΟΛΙΤΕΙΑ

ΟΓΔΟΟ ΒΙΒΛΙΟ

Ας είναι. Αυτά λοιπόν συμφωνήσαμε, Γλαύκωνα, πως σε μια πόλη που πρόκειται να διοικείται άριστα, οι γυναίκες θα είναι κοινές, τα παιδιά θα είναι κοινά καθώς και ολόκληρη η παιδεία, και το ίδιο κοινές θα είναι και οι ασχολίες στον πόλεμο και στην ειρήνη, και βασιλιάδες τους θα είναι αυτοί που έχουν ξεχωρίσει ως άριστοι και στη φιλοσοφία και στον πόλεμο.

Έχουμε συμφωνήσει, είπε.

Και βέβαια συμφωνήσαμε και αυτά εδώ, πως, όταν λοιπόν οριστούν οι άρχοντες, θα φέρουν τους στρατιώτες να κατοικήσουν σε κατοικίες τέτοιες όπως προαναφέραμε, που δεν θα έχουν τίποτε το ιδιωτικό για κανέναν και θα είναι κοινές σε όλους. Και μαζί με αυτού του είδους τις κατοικίες καθορίσαμε βέβαια, αν θυμάσαι, και τι λογής αποκτήματα θα έχουν αυτοί.

Βέβαια θυμάμαι, είπε, πως θεωρούσαμε ότι κανένας δεν πρέπει να κατέχει τίποτα από αυτά που κατέχουν σήμερα οι άλλοι, όμως σαν αθλητές του πολέμου και φύλακες, θα παίρνουν από τους άλλους όση τροφή τους χρειάζεται για ένα χρόνο, ως μισθό για τη φύλαξη, και θα φροντίζουν έτσι για την ασφάλεια και των ίδιων και της υπόλοιπης πόλης.

Σωστά μιλάς, είπε. Όμως τώρα, αφού κατορθώσαμε να τελειώσουμε αυτά, έλα να θυμηθούμε από ποιο σημείο του λόγου παρεκκλίναμε και οδηγηθήκαμε εδώ, για να βαδίσουμε πάλι στην ίδια πορεία του λόγου.

Δεν είναι δύσκολο, είπε. Γιατί όπως και τώρα, έτσι και τότε σαν να είχες τελειώσει τη συζήτηση για την πόλη λέγοντας πως θα όριζες ως αγαθή μια τέτοια πόλη, σαν αυτή που περιέγραφες τότε, και καλόν τον άνθρωπο που είναι όμοιος με αυτή, και όλα τούτα ενώ, καθώς φαίνεται, είχες πει πως θα μπορούσες να μας δείξεις ακόμα καλύτερα πρότυπα και πόλης και άνδρα. Και βέβαια έλεγες πως, αν αυτή η πόλη είναι σωστή, οι υπόλοιπες θα ήταν ελαττωματικές. Κι ως προς τα υπόλοιπα πολιτεύματα, καθώς θυμάμαι, έλεγες πως υπάρχουν τέσσερα είδη πολιτευμάτων και πως αξίζει να συζητήσουμε γι’ αυτά και να επισημάνουμε τα ελαττώματά τους, και των ανθρώπων των ίδιων με αυτά επίσης, γα να μπορέσουμε, αφού δούμε όλους αυτούς και αφού συμφωνήσουμε ποιος είναι ο άριστος και ποιος ο κάκιστος άνθρωπος, να εξετάσουμε αν ο άριστος είναι κατ’ εξοχήν ευτυχής και ο κάκιστος κατ’ εξοχήν άθλιος, ή συμβαίνει κάτι άλλο. Και όταν εγώ ρώτησα ποια λες πως είναι αυτά τα τέσσερα πολιτεύματα, εκείνη τη στιγμή πήρε το λόγο ο Πολέμαρχος και ο Αδείμαντος, και έτσι, αφού πήρες πάλι το λόγο, έφτασες εδώ.

Με μεγάλη ακρίβεια, είπα, τα συγκράτησες.

Πάλι λοιπόν, όπως ο παλαιστής, δώσε την ίδια λαβή και προσπάθησε ν’ αποκριθείς σε κείνο το δικό μου ερώτημα αυτά που σκόπευες να πεις τότε.

Αν βέβαια μπορώ, είπα εγώ.

Όμως, επιθυμώ ν’ ακούσω ο ίδιος ποιες είναι οι τέσσερις πολιτείες που έλεγες.

Δεν είναι δύσκολο να το ακούσεις, είπα εγώ. Γιατί αυτές που εννοώ έχουν τις ονομασίες τους, αυτή δηλαδή που επαινείται από τους πολλούς, η Κρητική και η Λακωνική. Δεύτερη λοιπόν στη σειρά και δεύτερη στους επαίνους είναι αυτή που αποκαλείται ολιγαρχία, που είναι μια πολιτεία γεμάτη από πολλά κακά. Και αυτή στη συνέχεια την ακολουθεί η αντίθετή της δημοκρατία, και η σπουδαία τυραννίδα, εντελώς διαφορετική απ’ όλες τις άλλες, τέταρτη και χειρότερη ασθένεια μιας πόλης. Ή μήπως ξέρεις κάποια άλλη εικόνα πολιτείας, που να είναι σχηματισμένη σε κάποιο ευδιάκριτο είδος; Γιατί οι δυναστείες και οι εξαγορασμένες βασιλείες και κάποιες ανάλογες πολιτείες αποτελούν είδος ενδιάμεσης κατάστασης στις προηγούμενες και μπορεί να βρει κανείς περισσότερες στους βαρβάρους παρά στους Έλληνες.

Πράγματι, είπε. Αναφέρονται πολλά και παράδοξα πολιτεύματα.

Γνωρίζεις άραγε, είπα εγώ, πως είναι ανάγκη να υπάρχουν και τόσα είδη ανθρώπινων χαρακτήρων όσα και τα είδη των πολιτειών; Ή νομίζεις ότι δημιουργούνται από βελανιδιά ή από πέτρα τα πολιτεύματα, και όχι από τα ήθη των πολιτών, αυτά που κατά τη ροπή τους συμπαρασύρουν και τ’ άλλα;

Από τίποτε άλλο, κατά τη γνώμη μου, παρά από αυτά.

Αν λοιπόν, τα είδη των πολιτευμάτων είναι πέντε, και οι τρόποι κατασκευής της ψυχής των πολιτών θα είναι πέντε.

Πως όχι;

Τον χαρακτήρα που είναι όμοιος με την αριστοκρατία τον έχουμε περιγράψει ήδη, και σωστά ισχυριστήκαμε πως είναι αγαθός και δίκαιος.

Τον έχουμε περιγράψει.

Μετά από αυτόν λοιπόν δεν πρέπει να εξετάσουμε τους χειρότερους, τον εξουσιομανή και τον φιλόδοξο, που αντιστοιχεί προς το Λακωνικό πολίτευμα, και τον ολιγαρχικό επίσης και τον δημοκρατικό και τον τυραννικό, για να διακρίνουμε τον κατ’ εξοχήν άδικο και να τον αντιπαραβάλουμε προς τον τελείως δίκαιο, και να μπορέσουμε να ολοκληρώσουμε την αντίληψη, ποια τέλος πάντων είναι η σχέση της πλήρους δικαιοσύνης προς την πλήρη αδικία σχετικά με την ευδαιμονία και τη δυστυχία αυτού που την κατέχει, με σκοπό να επιδιώκουμε ή την αδικία, έχοντας πειστεί στα λόγια του Θρασύμαχου, ή τη δικαιοσύνη, σύμφωνα με το λογικό εξαγόμενο της τωρινής συζήτησης.

Σε κάθε περίπτωση βέβαια έτσι πρέπει να κάνουμε, είπε.

Συνεπώς λοιπόν, όπως αρχίσαμε να εξετάζουμε πρώτα τα ήθη των πολιτειών παρά των πολιτών, επειδή το πράγμα είναι πιο ευδιάκριτο έτσι, δεν πρέπει και τώρα να εξετάσουμε τη φιλόδοξη πολιτεία – δεν γνωρίζω να την χαρακτηρίζει άλλο όνομα, έτσι ας την αποκαλούμε τιμοκρατία ή τιμαρχία – και μαζί με αυτή να εξετάσουμε και τον άνθρωπο αυτού του είδους, έπειτα την ολιγαρχία και τον ολιγαρχικό άνθρωπο, και πάλι να στρέψουμε τη ματιά μας στη δημοκρατία για να εξετάσουμε τον δημοκρατικό άνθρωπο, και τέταρτο κατά σειρά, αφού έρθουμε και δούμε την πόλη που διοικείται τυραννικά, να ρίξουμε το βλέμμα μας πάλι στην τυραννική ψυχή, και να προσπαθήσουμε να γίνουμε ικανοί κριτές σχετικά με όσα έχουμε θέσει ενώπιόν μας;

Έτσι, θα ήταν σύμφωνη με τη λογική, είπε, και η εξέταση και η κρίση μας.

Εμπρός λοιπόν, είπα εγώ, ας προσπαθήσουμε να πούμε με ποιο τρόπο θα μπορούσε να προκύψει η τιμοκρατία από την αριστοκρατία. Ή μήπως αυτό εδώ δεν είναι απλό, πως μεταβολή σε κάθε πολίτευμα προέρχεται από την τάξη που κατέχει την εξουσία, όταν μέσα σ’ αυτή την ίδια δημιουργηθεί στάση ενώ όταν υπάρχει ομόνοια, ακόμα κι αν είναι πολύ μικρή η τάξη, είναι αδύνατο να κλονιστεί;

Πράγματι, έτσι είναι.

Πως λοιπόν, Γλαύκωνα, είπα, θα κλονιστεί η πόλη μας και πως θα στασιάσουν οι επίκουροι και οι άρχοντες, η μια τάξη εναντίον της άλλης ή εναντίον του εαυτού της; Ή θέλεις, όπως ο Όμηρος, να επικαλεστούμε τις Μούσες για να μας πουν πως “πρώτη έπεσε ανάμεσά τους” η στάση, και να ισχυριστούμε πως αυτές μιλάνε με τραγικό και υψηλό τρόπο, επειδή μιλάνε δήθεν για σοβαρά ζητήματα, ενώ μας εμπαίζουν και φλυαρούν, σαν να είμαστε παιδιά;

Πως;

Κάπως έτσι. Είναι ασφαλώς δύσκολο να κλονιστεί μια πόλη που έχει συγκροτηθεί με τέτοιο τρόπο. Επειδή όμως για καθετί που γεννιέται υπάρχει φθορά, ούτε κι αυτή η συγκρότηση μπορεί να διατηρηθεί αιώνια αλλά θα διαλυθεί. Η διάλυσή της μάλιστα θα είναι αυτή εδώ. Υπάρχει ευφορία και αφορία της ψυχής και των σωμάτων, όχι μόνο για τα ριζωμένα μέσα στη γη φυτά, αλλά και για τα ζώα που ζουν πάνω στη γη, όταν οι περίοδοι κάθε είδους ολοκληρώνουν κυκλικές περιστροφές, που για τα βραχύβια είδη έχουν μικρή διάρκεια, ενώ για τα αντίθετα είδη μεγάλη. Παρ’ ότι αυτοί τους οποίους εκπαιδεύσατε για άρχοντες της πόλης είναι σοφοί, δεν θα καταφέρουν, αν και θα χρησιμοποιήσουν τη λογική τους μαζί με τις αισθήσεις, να καθορίσουν σωστότερα τα διαστήματα και της γονιμότητας και της αφορίας του δικού σας γένους, χρησιμοποιώντας εξίσου το λογισμό με την αίσθηση, αλλά θα τους διαφύγει και θα τεκνοποιήσουν σε χρόνο που δεν πρέπει. Υπάρχει λοιπόν για τις γεννήσεις των θεών περίοδος που την περικλείει ένας τέλειος αριθμός, ενώ των ανθρώπων την περικλείει ένας τέλειος αριθμός, που σε αυτόν πρώτο υπάρχουν αυξήσεις που δυναστεύουν και δυναστεύονται, και που αφού λάβουν τρεις αποστάσεις και τέσσερις καθορισμούς, που δηλώνουν ομοίωση και ανομοίωση, αύξηση και μείωση, κάνουν τελικά όλα να είναι σύμφωνα και σε αναλογία μεταξύ τους. Η επίτριτη βάση τους αφού συζευχθεί με το πέντε και υψωθεί το γινόμενό τους στην τέταρτη δύναμη δημιουργεί δύο αρμονίες. Η μία αρμονία ισούται με αριθμό υψωμένο στο τετράγωνο και εκατό φορές εκατό. Η άλλη αρμονία είναι ισομήκης ως προς την μία κατεύθυνσή της, ενώ ως προς την άλλη προμήκης, δηλαδή στην πρώτη περίπτωση εκατό φορές το τετράγωνο των ρητών διαγωνίων του πέντε, μειωμένο το καθένα κατά μία μονάδα, ή εκατό φορές το τετράγωνο των αρρήτων διαγωνίων του πέντε, μειωμένο το καθένα κατά δύο μονάδες, ενώ στην άλλη περίπτωση εκατό φορές ο κύβος του τρία. Όλος αυτός λοιπόν ο γεωμετρικός αριθμός κυριαρχεί σ’ αυτό το ζήτημα, στις καλύτερες, δηλαδή, και στις χειρότερες γεννήσεις, κι όταν αγνοούν αυτά οι φύλακές σας και φέρνουν σ’ επαφή γαμπρούς με νύφες παράκαιρα, δεν θα γεννηθούν παιδιά προικισμένα με ευφυία ούτε ευτυχισμένα. Από αυτά, οι προγενέστεροι θα εγκαταστήσουν στην εξουσία τα καλύτερα, επειδή όμως θα είναι ανάξιοι, όταν με τη σειρά τους αναλάβουν τις εξουσίες των πατέρων τους, θ’ αρχίσουν πρώτα και κύρια να μας παραμελούν παρ’ όλο που είναι φύλακες, και θα δείχνουν ακόμα μικρότερο ενδιαφέρον από το απαιτούμενο για τη μουσική, και στη συνέχεια για τη γυμναστική, και από το σημείο αυτό οι νέοι σας θα γίνουν αμουσότεροι. Και από αυτούς θα διοριστούν άρχοντες, όχι και τόσο άξιοι ως φύλακες να ξεχωρίσουν τα γένη του Ησίοδου που θα εμφανιστούν σε σας, το χρυσό και το αργυρό και το χάλκινο και το σιδερένιο. Και όταν αναμειχτεί το σιδερένιο με το αργυρό και το χάλκινο και το χρυσό, θα δημιουργηθεί ανομοιότητα και απαράδεκτη ανωμαλία, που αν συμβούν αυτά, όπου κι αν συμβούν, πάντοτε γεννούν τον πόλεμο και την έχθρα. Πρέπει να υποστηρίξουμε λοιπόν, πως η στάση, όπου κι αν δημιουργείται, είναι έργο “μιας τέτοιας γενεάς”.

Και θα ισχυριστούμε βέβαια, πως μας απάντησαν σωστά, είπε.

Και βέβαια, είπα εγώ, αναγκαστικά, καθώς είναι Μούσες.

Λοιπόν, τι λένε μετά από αυτό οι Μούσες; είπε εκείνος.

Όταν ξέσπασε στάση, είπα εγώ, το κάθε γένος τράβαγε σε άλλο μονοπάτι. Το σιδερένιο και το χάλκινο στην απόκτηση χρημάτων, στην κατοχή γης και σπιτιού, χρυσαφιού και ασημιού, ενώ τα δύο άλλα πάλι, το χρυσό και το αργυρό, επειδή δεν βρίσκονται σε ένδεια, αλλά ήταν από τη φύση τους πλούσια, οδηγούσαν τις ψυχές τους στην αρετή και στην αρχαία κατάσταση. Κι αφού ξεσηκώθηκαν και ήρθαν σε προστριβές μεταξύ τους, συμφώνησαν, μοιράζοντας στη μέση τη γη και τα σπίτια, να τα ξεχωρίσουν μεταξύ τους, κι αυτούς που πριν ήταν υπό την προστασία τους ως ελεύθεροι φίλοι και τροφείς τους, τους υποδήλωσαν και τους έκαναν δουλοπάροικους και δούλους αναλαμβάνοντας οι ίδιοι τη διεξαγωγή του πολέμου και τη φύλαξη εκείνων.

Μου φαίνεται, είπε, πως αυτή η μεταβολή θα γίνει από εδώ και πέρα.

Αυτή η πολιτεία, είπα εγώ, δεν θα είναι, λοιπόν, κάτι μεταξύ αριστοκρατίας και ολιγαρχίας.

Βεβαιότατα.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα γίνει η μεταβολή όταν λοιπόν αλλάξει πως θα διοικηθεί; Ή μήπως είναι φανερό πως σε κάποια σημεία θα μιμηθεί την προηγούμενη πολιτεία και σε άλλα την ολιγαρχία, και κάποιο στοιχείο εντελώς δικό της;

Έτσι, είπε.

Λοιπόν, ως προς τον σεβασμό που οφείλεται στους άρχοντες και ως προς την αποχή των πολεμιστών από τις γεωργικές και τις χειρωνακτικές εργασίες και από τις άλλες κερδοφόρες επιχειρήσεις, ως προς την προετοιμασία συσσιτίων και την επιμέλεια της γυμναστικής και των πολεμικών γυμνασμάτων, ως προς όλα αυτά γενικώς δεν θα μιμηθεί την προηγούμενη πολιτεία;

Ναι.

Ως δικά της πάλι δεν θα έχει τα περισσότερα από τα γνωρίσματα αυτά, δηλαδή το να φοβάται ν’ ανεβάσει στην εξουσία τους σοφούς, επειδή δεν θα έχει πια καθαρούς και αφοσιωμένους τους ανθρώπους αυτού του είδους αλλά ανάμεικτους, να ρέπει προς τους ορμητικούς και τους μονότροπους, αυτούς δηλαδή που είναι φτιαγμένοι από τη φύση τους για τον πόλεμο περισσότερο παρά για την ειρήνη, να εκτιμά τις σχετικές με τον πόλεμο απάτες και τα τεχνάσματα και να περνάει τον χρόνο της πάντοτε πολεμώντας;

Ναι.

Αυτοί λοιπόν, είπα εγώ, θα έχουν σφοδρή επιθυμία για χρήματα, όπως αυτοί που ζουν σε ολιγαρχικά πολιτεύματα, και θ’ αγαπάνε υπέρμετρα στα σκοτάδια το χρυσάφι, και το ασήμι, καθώς θα έχουν αποθήκες και προσωπικά θησαυροφυλάκια, όπου τοποθετώντας τα θα μπορούν να τα κρύψουν, θα έχουν ακόμα στα σπίτια τους περιφράξεις, σαν προσωπικές φωλιές στ’ αλήθεια, μέσα στις οποίες θα ξοδεύουν πολλά για χάρη των γυναικών και όποιων άλλων θέλουν.

Απόλυτη αλήθεια, είπε.

Συνεπώς θα είναι και φειδωλοί με τα δικά τους χρήματα, επειδή τ’ αγαπούν και τ’ αποκτούν στα κρυφά, και θα τους αρέσει να κατασπαταλούν τα χρήματα των άλλων για δική τους ευχαρίστηση για να καρπώνονται τις ηδονές κρυφά, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τον νόμο, όπως ακριβώς τα παιδιά από τον πατέρα, καθώς δεν έχουν εκπαιδευτεί με την πειθώ αλλά με τη βία, γιατί έχουν παραμελήσει την αληθινή Μούσα του λόγου και της φιλοσοφίας και έχουν καθ’ υπερβολή προτιμήσει τη γυμναστική από τη μουσική.

Υποστηρίζεις πως απ’ όλα αυτά, είπε, είναι ανάμεικτη η πολιτεία και με τα κακά και με τα καλά.

Πράγματι είναι ανάμεικτη είπα εγώ. Γιατί ένα πράγμα μόνο είναι καταφανές μέσα σ’ αυτή, αφού κυριαρχείται από το θυμοειδές, δηλαδή η φιλαρχία και η φιλοδοξία.

Και σε μεγάλο βαθμό, είπε αυτός.

Λοιπόν, είπα εγώ, αυτή βέβαια η πολιτεία έχει γίνει κατ’ αυτό τον τρόπο και τέτοιου είδους, θα μπορούσε να πει κανείς, όπως την σχεδίασα με τον λόγο μου, χωρίς να επεξεργαστώ με ακρίβεια τη μορφή της, καθώς μας είναι αρκετό να διακρίνουμε και από το σχέδιο τον τελείως δίκαιο και τον τελείως άδικο, και καθώς είναι ένα έργο απροσδιόριστου μεγέθους να εξετάσουμε με λεπτομέρεια όλα τα πολιτεύματα και όλους τους χαρακτήρες, να μην παραλείψουμε κανένα.

Πολύ σωστά, είπε.

Ποιος λοιπόν άνθρωπος αντιστοιχεί σ’ αυτή την πολιτεία; Πως δημιουργείται και ποιος μπορεί να είναι ο χαρακτήρας του;

Νομίζω, είπε ο Αδείμαντος, πως θα μοιάζει κάπως σ’ αυτόν εδώ τον Γλαύκωνα, λόγω φιλοδοξίας τουλάχιστον.

Ίσως, είπα εγώ κι αυτό ακόμα. Αλλά μου φαίνεται πως σ’ αυτά δεν θα έχει την ίδια φύση με τούτον.

Σε ποια;

Ένας τέτοιος άνθρωπος θα είναι πιο αυθάδης, είπα εγώ, και με λιγότερες γνώσεις, θα του αρέσει η μουσική και η ακρόαση, βέβαια, αλλά η ρητορική καθόλου. Και στους δούλους ένας τέτοιος χαρακτήρας θα είναι άγριος, χωρίς να τους περιφρονεί, όπως κάνει κάποιος με ικανοποιητική μόρφωση, θα είναι ήρεμος με τους ελεύθερους, και απέναντι στους άρχοντες υπερβολικά υπάκουος, φίλαρχος όμως και φιλόδοξος, έχοντας την αξίωση να κυβερνά όχι για τη ρητορική του δεινότητα ή κάτι άλλο παρόμοιο, αλλά από τις διακρίσεις του στον πόλεμο και στην πολεμική τέχνη, κι αυτός θα είναι συνάμα φίλος της γυμναστικής και του κυνηγιού.

Πράγματι, είπε, έτσι είναι ο χαρακτήρας εκείνης της πολιτείας.

Αυτός ενόσω είναι νέος λοιπόν, είπα εγώ, ακόμα και τα χρήματα θα περιφρονεί, αλλά όσο θα γερνάει δεν θα τ’ αγαπάει ολοένα και περισσότερο, επειδή ένα μέρος του μετέχει στη φύση του φιλοχρήματου, και ως προς την αρετή του δεν είναι άσπιλος, επειδή έχει στερηθεί τον άριστο φύλακα;

Ποιον; είπε ο Αδείμαντος.

Τον λόγο σε συνδυασμό με τη μουσική, είπα εγώ. Καθώς μόνο αυτός θα γίνει ο ισόβιος σωτήρας της αρετής, αν υπάρχει μέσα σ’ αυτόν που την κατέχει.

Ωραία μιλάς, είπε.

Και βέβαια, είπα εγώ, τέτοιος είναι ο χαρακτήρας του νεαρού, που μοιάζει με το πολίτευμα της τιμοκρατίας.

Βεβαιότατα.

Κι αυτός δημιουργείται, είπα εγώ, κάπως έτσι. Συμβαίνει κάποτε ένας νέος να είναι γιος πατέρα αγαθού, που κατοικεί σε μια πόλη χωρίς καλό πολίτευμα και που αποφεύγει τις τιμές και τ’ αξιώματα και τις δίκες και κάθε ανάμειξη σε ανάλογες υποθέσεις, και προτιμάει ν’ απέχει, ώστε να μην τον απασχολούν τέτοια.

Μα πως όμως, δημιουργείται; είπε.

Όταν από μικρός, ακούει τη μητέρα του να μιλάει με στενοχώρια, γιατί ο άνδρας της δεν είναι ένας από τους άρχοντες, και νιώθει μειονεκτικά γι’ αυτούς τους λόγους ανάμεσα στις άλλες γυναίκες, κι έπειτα τον βλέπει να μην δείχνει μεγάλη προθυμία για τα χρήματα, ούτε ν’ αγωνίζεται ή να βρίζεται στα δικαστήρια για δικές του υποθέσεις και για δημόσιες, αλλά όλα αυτά να τ’ αντιμετωπίζει με οκνηρία, και συναισθάνεται πως πάντα τον εαυτό του συλλογίζεται και αυτή ούτε την πολυεκτιμά ούτε την περιφρονεί – απ’ όλα αυτά είναι αγανακτισμένη και λέει πως ο πατέρας του είναι άνανδρος και ανεπρόκοπος και όσα άλλα ακόμα αυτού του είδους συνηθίζουν να ψέλνουν οι γυναίκες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις.

Και βέβαια, είπε ο Αδείμαντος, λένε πολλά και τα ίδια με κείνες.

Ξέρεις καλά φυσικά πως και οι δούλοι τους καμιά φορά στα κρυφά λένε τέτοια πράγματα στους γιούς, αυτοί που φαίνονται πως νοιάζονται, και αν δουν κάποιον να οφείλει χρήματα για τα οποία δεν αντιδικεί ο πατέρας του ή να έχει κάνει κάποια άλλη αδικία, τον προτρέπουν, όταν γίνει άνδρας, να φροντίσει να τιμωρήσει όλους τους τέτοιους και να γίνει περισσότερο άνδρας από τον πατέρα του. Και βγαίνοντας έξω ακούει και βλέπει κι άλλα παρόμοια. Αυτοί, δηλαδή, που κάνουν την εργασία τους μέσα στην πόλη κι αποκαλούνται ηλίθιοι και να έχουν πέσει σε ανυποληψία, ενώ αυτούς που κάνουν το αντίθετο βλέπουν να τους εκτιμούν και να τους παινεύουν. Τότε λοιπόν ο νέος που ακούει και βλέπει όλα αυτά και ακούει επίσης τα λόγια του πατέρα του και βλέπει από κοντά τα έργα του απέναντι στων άλλων, έλκεται κι από τις δύο κατευθύνσεις. Από τη μια ο πατέρας του τρέφει και αυξάνει μέσα στην ψυχή του το λογιστικό και το θυμοειδές επειδή η φύση του δεν είναι κακή, αλλά έχει πέσει στις κακές συναναστροφές των άλλων, κάτω από την έλξη και των δύο αυτών φτάνει στο ενδιάμεσο σημείο και αναθέτει την κυριαρχία του εαυτού του στο μέσο τμήμα της ψυχής του, στο φιλόνικο και στο θυμοειδές, και έτσι έγινε άνθρωπος με έπαρση του νου και φιλόδοξος.

Μου φαίνεσαι, είπε, πως πολύ καλά έχεις περιγράψει τη δημιουργία του.

Οπότε έχουμε, είπα εγώ, το δεύτερο πολίτευμα και το δεύτερο είδος ανθρώπου.

Έτσι είναι, είπε.

Λοιπόν, μετά από αυτό, θα πούμε τη φράση του Αισχύλου, “άλλον ταγμένον σ’ άλλη πόλη” ή πιο σωστά, σύμφωνα με τη διαδικασία που ακολουθήσαμε, να πούμε πρώτα για την πόλη;

Βεβαιότατα, είπε.

Κατά τη γνώμη μου, ακολουθεί η ολιγαρχία, μετά από αυτό το πολίτευμα.

Και πιο πολίτευμα ονομάζεις ολιγαρχία;

Αυτό που στηρίζεται στα πλούτη, είπα εγώ, και μέσα σ’ αυτό, οι πλούσιοι έχουν την εξουσία, ενώ στον φτωχό δεν επιτρέπεται να συμμετέχει.

Καταλαβαίνω, είπε αυτός.

Λοιπόν δεν πρέπει να πούμε πρώτα πως γίνεται η μετάβαση από την τιμοκρατία στην ολιγαρχία;

Ναι.

Και βέβαια, είπα εγώ, και σε τυφλό ακόμα είναι φανερό πώς γίνεται.

Πως;

Η αποθήκη, είπα εγώ, αυτή του κάθε πολίτη, όταν γεμίζει χρυσάφι καταστρέφει το πολίτευμα αυτού του είδους. Αρχικά γιατί ανακαλύπτουν τρόπο για δαπάνες, και τους νόμους τους παρερμηνεύουν με βάση το συμφέρον τους, και τους παραβαίνουν και αυτοί και οι γυναίκες τους.

Είναι φυσικό, είπε.

Κατόπιν, νομίζω, βλέποντας ο ένας τον άλλο ρίχνεται με ζήλο, κι έκαναν τον κόσμο ίδιο μ’ αυτούς.

Φυσικό είναι, είπε.

Από αυτό το σημείο και μετά λοιπόν, είπα, προχωρώντας ακόμα πιο μέσα στο πάθος της φιλοχρηματίας, όσο περισσότερο εκτιμούν αυτό τόσο περισσότερο περιφρονούν την αρετή. Ή μήπως δεν υπάρχει τέτοια διάκριση μεταξύ πλούτου και αρετής, σαν δυο πράγματα που βρίσκονται το καθένα στον δίσκο μιας ζυγαριάς κι έχουν πάντοτε και τα δύο αντίθετη ροπή;

Και μεγάλη, είπε.

Αφού λοιπόν εκτιμάται σε μια πόλη ο πλούτος και οι πλούσιοι, τότε η αρετή και οι καλοί θα περιφρονούνται περισσότερο.

Είναι φανερό.

Εξασκείται δηλαδή αυτό που εκτιμάται πάντα, και παραμελείται αυτό που περιφρονείται.

Έτσι είναι.

Αντί δηλαδή να τους αρέσουν οι νίκες και οι τιμές, κατάντησαν φιλάργυροι και φιλοχρήματοι, και επαινούν και θαυμάζουν τον πλούσιο, και τον οδηγούν στην εξουσία, ενώ τον φτωχό τον περιφρονούν.

Βεβαιότατα.

Τότε δηλαδή θεσπίζουν νόμο, καθορίζοντας ως προϋπόθεση του ολιγαρχικού πολιτεύματος χρηματικό ποσό, όπου είναι ισχυρότερη η ολιγαρχία μεγαλύτερο, και όπου είναι λιγότερο ισχυρή μικρότερο, διατάζοντας εκ των προτέρων να μην μετέχει στα πολιτικά αξιώματα αυτός που η περιουσία του δεν φτάνει το καθορισμένο ποσό, κι αυτά τα εκτελούν είτε με τη βία των όπλων, είτε, πριν ακόμα απ’ αυτό, χρησιμοποιώντας τον εκφοβισμό επιβάλλουν το τέτοιου είδους πολίτευμα. Ή δεν γίνεται έτσι;

Έτσι βέβαια.

Αυτή λοιπόν με δυο λόγια είναι η εγκατάστασή του.

Ναι, είπε. Αλλά ποιος είναι ο χαρακτήρας αυτού του πολιτεύματος και ποια είναι τα μειονεκτήματα, που είπαμε πως έχει;

Το πρώτο βέβαια, είπα, είναι αυτή η ίδια η προϋπόθεσή του. Για λογάριασε, αν κάποιος, με τον ίδιο τρόπο, με βάση δηλαδή την περιουσία, εξέλεγε τους κυβερνήτες των πλοίων, και δεν επέτρεπε στο φτωχό, αν και ήταν ικανότερος κυβερνήτης…

Τότε, είπε αυτός, άσχημα θα τη κυβερνούσαν τη ναυτιλία τους.

Δεν συμβαίνει λοιπόν το ίδιο και για τη διοίκηση οποιουδήποτε [ή κάποιου] πράγματος;

Νομίζω ναι.

Εκτός από την κυβέρνηση της πόλης, είπα εγώ. Ή και στην πόλη θα γίνει το ίδιο;

Και πολύ περισσότερο βέβαια, όσο δυσκολότερη και σπουδαιότερη είναι η εξουσία, είπε.

Αυτό λοιπόν το ένα και τόσο φοβερό μειονέκτημα θα έχει η ολιγαρχία.

Έτσι φαίνεται.

Τι λες; Κι αυτό εδώ είναι ίσως μικρότερο;

Ποιο;

Πως αναγκαστικά, μια τέτοιου είδους πολιτεία δεν είναι μία αλλά δύο, η μία των φτωχών και η άλλη των πλουσίων, που κατοικούν στην ίδια, αλλά πάντα ο ένας επιβουλεύεται τον άλλο.

Καθόλου μικρότερο, μα τον Δία, είπε.

Όμως ούτε κι αυτό εδώ είναι καλό, πως δηλαδή δεν είναι σε θέση να διεξάγουν κάποιο πόλεμο, ίσως επειδή αναγκάζονται ή να χρησιμοποιούν όχλο οπλισμένο, που τον φοβούνται περισσότερο από τους εχθρούς, ή να μην τον χρησιμοποιούν και να φανούν πραγματικά ολιγαρχικοί στον ίδιον τον πόλεμο, και συνάμα δεν θέλουν να συνεισφέρουν χρήματα, επειδή είναι φιλάργυροι.

Δεν είναι καλό.

Τι εννοείς; Αυτό που κατακρίναμε πριν, το να καταγίνονται μέσα σε μια τέτοια πολιτεία οι ίδιοι άνθρωποι με πολλές ασχολίες, με τη γεωργία, το εμπόριο, τον πόλεμο, αυτό σου φαίνεται πως είναι σωστό;

Καθόλου μάλιστα.

Κοίταξε όμως, αν αυτό εδώ είναι το μεγαλύτερο κακό απ’ όλα, και αν το ασπάζεσαι πρώτο αυτό το πολίτευμα.

Ποιο είναι;

Το να επιτρέπεται στον καθένα να πουλήσει όλα του τα υπάρχοντα και κάποιος άλλος να τ’ αποκτήσει, και αφού τα πουλήσει να κατοικεί στην πόλη χωρίς ν’ ανήκει σε καμία από τις τάξεις της, ούτε να χαρακτηρίζεται χρηματιστής ούτε τεχνίτης ούτε ιππέας ούτε οπλίτης, αλλά φτωχός και άπορος.

Πράγματι πρώτο αυτό το πολίτευμα το ασπάζεται, είπε.

Δεν εμποδίζεται όμως κάτι τέτοιο στις ολιγαρχικές πόλεις. Γιατί δεν θα ήταν άλλοι ζάπλουτοι και άλλοι πάμπτωχοι.

Σωστά.

Σκέψου αυτό εδώ. Άραγε, όταν πλούσιος όντας ακόμα αυτός ξόδευε, υπήρχε κάποια μεγαλύτερη ωφέλεια για την πόλη σχετικά με όσα τώρα δα λέγαμε; Ή έδειχνε πως είναι ένας από τους άρχοντες, ενώ στην πραγματικότητα ούτε άρχοντας ούτε υπηρέτης της ήταν, αλλά ξοδευτής των έτοιμων;

Έτσι, είπε. Φαινόταν πως δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ξοδευτής.

Θέλεις λοιπόν, είπα εγώ, να πούμε γι αυτόν πως, όπως ο κηφήνας μέσα στην κυψέλη γίνεται το νόσημα του σμήνους, έτσι κι αυτός που γίνεται κηφήνας μέσα στο σπίτι, είναι το νόσημα της πόλης;

Βεβαιότατα, Σωκράτη, είπε.

Λοιπόν Αδείμαντε, ο θεός δεν έχει πλάσει όλους τους φτερωτούς κηφήνες χωρίς κεντρί, και από αυτούς που περπατούν μερικοί είναι χωρίς κεντρί και μερικοί με φοβερά κεντριά; Και από αυτούς που δεν έχουν κεντρί προέρχονται όσοι πεθαίνουν στα γηρατειά φτωχοί, κι από αυτούς που διαθέτουν κεντρί όλοι όσοι έχουν χαρακτηριστεί κακούργοι;

Πολύ αληθινά, είπε.

Είναι φανερό συνεπώς, είπα εγώ, πως μέσα στην πόλη, όπου τυχόν δεις φτωχούς, υπάρχουν κάπου μέσα σε τούτο τον τόπο κρυμμένοι κλέφτες και λωποδύτες και ιερόσυλοι και όλων των παρόμοιων κακών οι τεχνίτες;

Είναι φανερό, είπε.

Τι λες λοιπόν; Μέσα στις ολιγαρχικές πόλεις, δεν βλέπεις να υπάρχουν φτωχοί;

Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι, είπε, εκτός από τους άρχοντες.

Δεν θα θεωρήσουμε, είπα εγώ, πως υπάρχουν μέσα σ’ αυτές και πολλοί κακούργοι που διαθέτουν κεντριά, που φροντίζουν οι άρχοντες να τους συγκρατούν με τη βία;

Το πιστεύουμε βέβαια, είπε.

Επομένως λοιπόν, δεν θα ισχυριστούμε πως κάτι τέτοιοι δημιουργούνται σ’ αυτό το πολίτευμα εξαιτίας της απαιδευσίας, και της κακής ανατροφής και της κακής πολιτικής κατάστασης;

Θα το ισχυριστούμε.

Συνεπώς τέτοια περίπου θα είναι η ολιγαρχική πόλη και τόσα πολλά κακά θα έχει, ίσως μάλιστα και περισσότερα.

Κάπως έτσι, είπε.

Ας πούμε πως ολοκληρώθηκε η σκιαγραφία κι αυτού του πολιτεύματος, που το αποκαλούν ολιγαρχικό, που εκλέγει τους άρχοντες με βάση την περιουσία τους. Και μετά απ’ αυτά, ας εξετάσουμε τον άνθρωπο που είναι όμοιος με αυτό, πως δημιουργείται και ποιος είναι ο χαρακτήρας του.

Βεβαιότατα, είπε.

Άραγε, λοιπόν, με αυτό τον τρόπο κυρίως γίνεται η μεταβολή του από τιμοκρατικό σε ολιγαρχικό;

Πως;

Όταν εκείνος κάνει παιδί και αυτό στην αρχή δείχνει μεγάλο ζήλο για τον πατέρα του και βαδίζει πάνω στα χνάρια του, κι έπειτα ξαφνικά τον δει να σκοντάφτει, σαν σε ύφαλο, στην πόλη, και να διασκορπίζει και τα πράγματά του και τον εαυτό του, είτε επειδή ηγείται του στρατού είτε αν κατέχει κάποιο άλλο μεγάλο αξίωμα, και από κει πέσει στα δικαστήρια, καταδιωκόμενος από τους συκοφάντες και καταδικαστεί σε θάνατο ή εξοριστεί ή στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα και χάσει όλη την περιουσία του.

Είναι φυσικό, είπε.

Αφού δει, φίλε μου, και πάθει αυτά και χάσει τα υπάρχοντά του, φοβισμένος, νομίζω, γκρεμίζει με το κεφάλι τη φιλοδοξία και κείνο το θυμοειδές από τον θρόνο που υπάρχει μέσα στην ψυχη του, και αφού ταπεινωθεί από την ένδεια θα στραφεί στην απόκτηση χρημάτων, και με φειδώ, και χωρίς να ξοδεύει το παραμικρό, και με την εργασία του, μαζεύει χρήματα. Δεν νομίζεις άραγε, πως αυτός τότε σε κείνο τον θρόνο θα εγκαταστήσει και το επιθυμητικό και το φιλοχρήματο μέρος του και μέσα του θα τ’ αναγορεύσει μεγάλο βασιλιά και θα τα κοσμεί με τιάρες και βραχιόλια, και με σπαθιά στη ζώνη;

Το νομίζω, είπε.

Κι ως προς το λογιστικό και το θυμοειδές, νομίζω, πως θα τα βάλει να καθίσουν καταγής από τη μια μεριά και από την άλλη, κάτω από τον μεγάλο βασιλιά, και αφού τα υποδουλώσει, το ένα δεν θα το αφήνει να συλλογίζεται ούτε να εξετάζει τίποτε άλλο, παρά μόνο από πού θα κερδίζει περισσότερα αντί για λιγότερα χρήματα, και το άλλο πάλι δεν θα το αφήνει να θαυμάζει και να εκτιμά τίποτε άλλο εκτός από τον πλούτο και τους πλούσιους, και να μην έχει καμία φιλοδοξία, παρά την απόκτηση χρημάτων, και ό,τι άλλο θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυτό.

Δεν υπάρχει άλλη μεταβολή, είπε, τόσο γρήγορη και τόσο δυνατή από το να μεταβληθεί ένας νέος από φιλόδοξος σε φιλοχρήματο.

Επομένως, λοιπόν, αυτός είναι ολιγαρχικός; είπα εγώ.

Η μεταβολή του βέβαια γίνεται από άνδρα όμοιο με το πολίτευμα από το οποίο προήλθε η ολιγαρχία.

Ας εξετάσουμε όμως, αν θα είναι όμοιος με αυτή.

Ας το εξετάσουμε.

Πρώτη ομοιότητα, λοιπόν, δεν θα είναι πως εκτιμά ιδιαίτερα τα χρήματα;

Πως όχι;

Και ακόμα πως είναι φειδωλός στις δαπάνες και εργατικός, ικανοποιώντας μόνο τις αναγκαίες από τις επιθυμίες του, και δεν κάνει άλλες σπατάλες, αλλά υποτάσσει τις υπόλοιπες επιθυμίες του ως μάταιες.

Βεβαιότατα.

Κι είναι ένας ελεεινός, είπα εγώ, που επιδιώκει να κάνει περιουσία από το καθετί, άνθρωπος που θέλει να θησαυρίσει, σαν αυτούς που επαινεί το πλήθος. Ή δεν θα είναι τέτοιος ο πανομοιότυπος με αυτό το πολίτευμα;

Εμένα τουλάχιστον, είπε, έτσι μου φαίνεται. Γιατί τα χρήματα κυρίως εκτιμούνται και από την πόλη και από έναν τέτοιο τύπο.

Γιατί, θαρρώ, είπα εγώ, πως δεν έδωσε αυτός ιδιαίτερη προσοχή στην παιδεία.

Είμαι σίγουρος, είπε. Γιατί δεν θα όριζε σαν κορυφαίο του χορού κάποιον τυφλό και θα τον τιμούσε τόσο.

Σωστά, είπα εγώ. Εξέτασε και αυτό εδώ. Δεν θα ισχυριστούμε πως γεννήθηκαν μέσα στην ψυχή του εξαιτίας της απαιδευσίας επιθυμίες όμοιες με των κηφήνων, κι από αυτές άλλες φτωχικές και άλλες εγκληματικές, που συγκρατούνται με τη βία από την λογική;

Και πολύ μάλιστα, είπε.

Ξέρεις λοιπόν που να κοιτάξεις για να διακρίνεις καλά τα κακουργήματά του;

Που; είπε.

Όταν αναλαμβάνουν την επιτροπεία των ορφανών, και αν κάπου τους τυχαίνει κάτι παρόμοιο, ώστε να έχουν μεγάλη ελευθερία για να κάνουν άδικες πράξεις.

Αληθινά.

Επομένως λοιπόν, δεν γίνεται φανερό με αυτό πως ένας τέτοιος άνθρωπος και στις άλλες συναλλαγές, στις οποίες ευημερεί επειδή φαίνεται πως είναι δίκαιος, μόλις συγκρατεί, χρησιμοποιώντας κάποιο αγαθό μέρος του εαυτού του, τις άλλες κακές επιθυμίες που έχει μέσα του, χωρίς να τις πείθει πως δεν είναι το καλύτερο, ούτε ημερεύοντάς τις με τον λόγο, αλλά με την ανάγκη και τον φόβο, γιατί τρέμει για την υπόλοιπη περιουσία του;

Και πολύ μάλιστα, είπε.

Μα τον Δία, φίλε μου, είπα, θα βρεις τους περισσότερους απ’ αυτούς, όταν είναι να κατασπαταλούν τα ξένα, να έχουν επιθυμίες παρόμοιες μ’ αυτές του κηφήνα.

Και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, είπε αυτός.

Δεν μπορεί συνεπώς ένας τέτοιος να μην έχει μέσα του εσωτερικές συγκρούσεις, και δεν θα είναι ένας αλλά διπλός, και τις πιο πολλές φορές θα έχει επιθυμίες καλύτερες που υπερισχύουν των χειρότερων.

Έτσι είναι.

Γι’ αυτά δηλαδή, νομίζω πως ένας τέτοιος θα κρατάει τα προσχήματα πολύ καλύτερα από τους περισσότερους. Η αρετή όμως της μονοιασμένης και αρμονικής ψυχής θα έχει φύγει μακριά από αυτόν.

Έτσι μου φαίνεται.

Και βέβαια, κάποιος που είναι τσιγκούνης στην προσωπική του ζωή θα είναι κακός αντίπαλος μέσα στην πόλη, είτε πρόκειται για κάποια νίκη είτε για κάποια ιδιαίτερη διάκριση από τις καλές, επειδή δεν θέλει να ξοδεύει τα χρήματά του για χάρη της δόξας και των παρόμοιων αγώνων και επειδή φοβάται να ερεθίσει τις καταναλωτικές επιθυμίες του και να τις επικαλεστεί ως βοηθούς στην επιδίωξη της νίκης, και παίρνει μέρος στον αγώνα με λίγα χρήματα, κατά τρόπο ολιγαρχικό, και συνήθως νικιέται αλλά παραμένει πλούσιος.

Βέβαια, είπε.

Ακόμα λοιπόν, δυσπιστούμε, είπα εγώ, πως ο τσιγκούνης και ο φιλοχρήματος δεν έχουν απόλυτη ομοιότητα με την ολιγαρχική πόλη;

Καθόλου, είπε.

Η δημοκρατία λοιπόν, καθώς φαίνεται, πρέπει να εξεταστεί μετά από αυτό, με ποιο τρόπο δημιουργείται και αφού δημιουργηθεί τι είδους φυσιογνωμία έχει, ώστε, αφού γνωρίσουμε συνάμα και τον χαρακτήρα του ανθρώπου που είναι όμοιος μ’ αυτή, να τον τοποθετήσουμε μπροστά μας για να τον κρίνουμε.

Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν, είπε, εμείς θα πορευτούμε σ’ αυτά.

Δηλαδή, είπα εγώ, δεν γίνεται η αλλαγή από την ολιγαρχία στη δημοκρατία με κάποιο τρόπο σαν αυτόν, μέσα από την απληστία για το αγαθό στο οποίο στοχεύει ο καθένας, πως πρέπει δηλαδή να γίνει κανείς όσο το δυνατόν πλουσιότερος;

Πως όμως;

Πράγματι, νομίζω πως επειδή οι άρχοντες κυβερνούν σ’ αυτή εξαιτίας του μεγάλου τους πλούτου, δεν θέλουν να εμποδίσουν με νόμο όσους από τους νέους θα γίνουν ίσως ακόλαστοι, για να μην τους επιτρέπεται να ξοδεύουν και να χάνουν τις περιουσίες τους, με σκοπό ν’ αγοράζουν τα υπάρχοντά τους και να δανείζουν με υποθήκη, αποκτώντας έτσι μεγαλύτερο πλούτο και εκτίμηση.

Προπάντων αυτό.

Δεν γίνεται λοιπόν φανερό τώρα πια αυτό μέσα στην πόλη, πως είναι αδύνατο να εκτιμούν τα πλούτη και συνάμα ν’ αποκτούν αρκετή σωφροσύνη οι πολίτες της, αλλά είναι ανάγκη ή το ένα να παραμελούν ή το άλλο;

Πολύ φανερό, είπε.

Μέσα στις ολιγαρχικές πόλεις, δηλαδή, με το να παραμελούν και ν’ αφήνουν ελεύθερη την ακολασία, αναγκάζουν κάποτε ανθρώπους με ευγενική φύση να γίνουν ζητιάνοι.

Βέβαια.

Κάθονται δηλαδή, θαρρώ, αυτοί μέσα στην πόλη, έχοντας κεντρί και εξοπλισμό, μερικοί χρωστώντας, άλλοι έχοντας χάσει τα πολιτικά τους δικαιώματα και κάποιοι άλλοι και τα δύο, με μίσος και επιβουλή εναντίον αυτών που απέκτησαν την περιουσία τους και των άλλων, επιθυμώντας την πολιτική ανατροπή.

Έτσι είναι.

Οι δε χρηματιστές που προκύπτουν, νομίζοντας πως δεν τους βλέπει κανείς, θαμπώνουν τους ανθρώπους με τα χρήματα και παίρνουν πολλαπλάσιους τόκους, ώστε έτσι γίνονται πολλοί πτωχοί και κηφήνες στην πόλη.

Πράγματι, πως δεν θα γίνουν πολλοί; είπε.

Ούτε σ’ εκείνη βέβαια, είπα εγώ, θέλουν να σβήσουν εντελώς το τέτοιου είδους κακό που καίει, απαγορεύοντας στον καθένα να διαθέτει την περιουσία του όπως θέλει, ούτε με αυτό τον τρόπο που μπορεί να σταματήσει τις συμφορές, σύμφωνα με έναν άλλο νόμο.

Σύμφωνα με ποιον νόμο;

Αυτός που είναι δεύτερος μετά από εκείνον και αναγκάζει τους πολίτες να φροντίζουν για την αρετή. Γιατί αν, με βάση αυτό τον κίνδυνο, κάποιος προστάξει πως τα περισσότερα από τα εκούσια συμβόλαια θα γίνονται με κίνδυνο των δανειστών, θα επιδίδονταν στον χρηματισμό με λιγότερη αναίδεια μέσα στην πόλη, και λιγότερα τέτοια κακά, από αυτά που τώρα δα αναφέραμε, θα φύτρωναν μέσα σ’ αυτή.

Και μάλιστα πολύ λιγότερα, είπε αυτός.

Τώρα όμως, είπα εγώ, για όλους αυτούς τους λόγους, έτσι κάνουν οι άρχοντες τους αρχόμενους μέσα στην πόλη. Ως προς τον εαυτό τους και τους δικούς τους, δεν κάνουν άραγε τους νέους τρυφηλούς και φυγόπονους, και ως προς την εκγύμναση του σώματος και ως προς την εκγύμναση της ψυχής, και μαλθακούς ν’ αντέξουν και στις ηδονές και στις λύπες και οκνούς;

Πως όχι;

Και τους εαυτούς τους δεν τους έχουν παραμελήσει σε όλα τ’ άλλα θέματα, εκτός από τον χρηματισμό, και δεν τους κάνουν να μην φροντίζουν την αρετή καθόλου περισσότερο απ’ όσο οι φτωχοί;

Χωρίς άλλο.

Έτσι λοιπόν και οι άρχοντες και οι αρχόμενοι προετοιμάζονται, κι όταν έρθουν σε επαφή μεταξύ τους σε οδοιπορίες ή σε κάποιες άλλες επαφές ή σε αποστολές ή σε εκστρατείες ή συνταξιδιώτες στη θάλασσα ή συστρατιώτες ή και πάνω στους ίδιους κινδύνους, όταν βλέπονται μεταξύ τους, καθόλου στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν περιφρονούνται οι φτωχοί από τους πλούσιους, αλλά πολλές φορές κάποιος φτωχός, σκέλεθρος και ηλιοκαμένος, παραταγμένος στη μάχη μαζί μ’ έναν πλούσιο που έχει ανατραφεί στη σκιά, φορτωμένος με πολλά παραπανίσια κιλά, να τον δει να λαχανιάζει και να είναι γεμάτος απορίες, δεν νομίζεις άραγε πως αυτός ο φτωχός θα θεωρήσει πως κάτι τέτοιοι πλουτίζουν εξαιτίας της ανανδρία τους, και δεν θα λέει ο ένας στον άλλον, όταν συναντιούνται ιδιαιτέρως, πως “έχουμε αυτούς τους άνδρες. Δεν αξίζουν τίποτα;”

Ξέρω καλά εγώ πως έτσι κάνουν, είπε.

Όπως ένα σώμα ασθενικό χρειάζεται να λάβει μια μικρή κίνηση απ’ έξω για ν’ αρρωστήσει, κάποτε όμως και χωρίς τις εξωτερικές επιδράσεις εξεγείρεται αυτό το ίδιο, έτσι όμως και η πόλη που βρίσκεται στην ίδια θέση μ’ εκείνο, με μικρή αφορμή, όταν απ’ έξω φέρνουν συμμάχους ή η μια παράταξη από πόλη που κυβερνιέται ολιγαρχικά ή η άλλη από πόλη που κυβερνιέται δημοκρατικά, δεν νοσεί και δεν πολεμάει η ίδια τον εαυτό της, και κάποτε χωρίς εξωτερική αφορμή πέφτει σε στάσεις;

Και σε μεγάλο βαθμό μάλιστα.

Δημοκρατία λοιπόν γίνεται, όταν οι φτωχοί, αφού επικρατήσουν, άλλους από τους αντιπάλους σκοτώνουν και άλλους εξορίζουν, και στους υπόλοιπους επιμερίζουν εξίσου τη συμμετοχή στο πολίτευμα και στις εξουσίες, και όταν τις πιο πολλές φορές οι εξουσίες μέσα σ’ αυτή την πολιτεία μοιράζονται με κλήρο.

Αυτή είναι πράγματι, είπε, η εγκατάσταση της δημοκρατίας, είτε επιβληθεί με τα όπλα είτε από τον φόβο τους φύγουν κρυφά οι άλλοι.

Με ποιον τρόπο λοιπόν, είπα εγώ, θα ζουν αυτοί και τι είναι τελικά η τέτοιου είδους πολιτεία; Γιατί είναι φανερό πως ο άνθρωπος αυτού του είδους θ’ αποδειχτεί πως είναι κάποιος δημοκρατικός.

Φανερό, είπε.

Αρχικά λοιπόν δεν είναι ελεύθεροι, και η πόλη δεν είναι γεμάτη από ελευθερία δράσης και λόγου, και δεν υπάρχει σ’ αυτή η δυνατότητα να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει.

Έτσι τουλάχιστον λέγεται, είπε.

Κι όπου βέβαια υπάρχει αυτή η δυνατότητα είναι φανερό πως ο καθένας θα φτιάχνει μέσα στην πόλη τη ζωή του, όπως του αρέσει.

Είναι φανερό.

Θαρρώ πως μέσα σ’ αυτή την πολιτεία θα υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό άνθρωποι κάθε είδους.

Πως όχι;

Κατά πάσα πιθανότητα, είπα εγώ, αυτή είναι η ωραιότερη απ’ όλες τις πολιτείες όπως ένα πολύχρωμο ρούχο κεντημένο και καταστολισμένο με όλα τα χρώματα, έτσι κι αυτή που έχει καταστολιστεί με όλα τα ήθη, θα φαίνεται ωραιότερη. Και ίσως βέβαια, είπα εγώ, και αυτήν, όπως ακριβώς τα παιδιά και οι γυναίκες που κοιτάζουν τους ποικίλους χρωματισμούς, θα μπορούσαν οι περισσότεροι να την κρίνουν ως την πιο όμορφη.

Και βέβαια, είπε.

Και είναι αυτή, καλότυχε άνθρωπε, είπα, η κατάλληλη για ν’ αναζητήσει κανείς μέσα της το πολίτευμα;

Γιατί αυτό;

Γιατί εμπεριέχει, μέσα από την απέραντη ελευθερία, όλα τα είδη των πολιτευμάτων, και πιθανώς αυτός που θέλει να θεμελιώσει μια πόλη – αυτό δηλαδή που κάνουμε κι εμείς τώρα – αφού φτάσει σε μια δημοκρατούμενη πόλη, αυτόν τον τρόπο πολιτεύματος που του αρέσει, αυτόν να εκλέξει, σαν να έφτανε σε παντοπωλείο πολιτευμάτων και σύμφωνα με την επιλογή του, έτσι ν’ αρχίσει να θεμελιώνει.

Ίσως βέβαια, γιατί δεν θα στερείται προτύπων, είπε.

Το να μην υπάρχει κανένας εξαναγκασμός, είπα, να έχεις εξουσία, μέσα σ’ αυτή την πόλη, ακόμα κι αν είσαι ικανός να εξουσιάζεις, ούτε να είσαι υπήκοος, αν δεν θέλεις, ούτε να πολεμάς όταν γίνεται πόλεμος, ούτε να είσαι ειρηνικός ενώ οι άλλοι έχουν ειρήνη, αν δεν θέλεις την ειρήνη, κι αν ακόμα κάποιος νόμος σ’ εμποδίζει από το να έχεις πολιτική ή δικαστική εξουσία, εσύ και να κυβερνάς και να γίνεσαι δικαστής, δεν είναι στο άμεσο παρόν υπέροχη και ευχάριστη μια τέτοια συμπεριφορά;

Ίσως, είπε, στο παρόν.

Μα τότε, τι λες; Η επιείκεια για μερικούς από τους καταδικασμένους δεν θα είναι ωραία; Ή μήπως δεν είδες ακόμα μέσα σε μια τέτοια πολιτεία ανθρώπους καταδικασμένους σε θάνατο ή σ’ εξορία να παραμένουν στην πόλη και να γυρίζουν ανάμεσα στους άλλους πολίτες, και πως σαν να μην τον νοιάζει ή σαν να μην τον βλέπει κανείς, περιφέρεται ο καθένας στην πόλη σαν ήρωας.

Και πολλούς μάλιστα, είπε.

Κι η συγχώρηση και η διόλου ασημαντολογία της πόλης, αλλά η περιφρόνηση όλων αυτών, που εμείς λέγαμε με τόσο σεβασμό τότε που ιδρύαμε την πόλη, πως αν κανείς δεν έχει εξαιρετική φύση ποτέ δεν θα μπορέσει να γίνει άνθρωπος καλός, αν εξαρχής, ενόσω είναι ακόμα παιδί, δεν παίζει ανάμεσα σε καλούς, και δεν φροντίζει όλα τα παρόμοια, όλα αυτά η πόλη με τόση μεγαλοπρέπεια έχει καταπατήσει και δεν φροντίζει για κανένα από όλα αυτά τα επαγγέλματα, από τα οποία ξεκινώντας ο καθένας έρχεται στην εκτέλεση των πολιτικών καθηκόντων του, αλλά τον τιμά, με το να πει απλώς πως διατίθεται ευνοϊκά προς τον λαό.

Και πολύ γενναιόψυχη είναι, είπε.

Αυτά βέβαια, είπα, μπορούμε να πούμε πως είναι τα γνωρίσματα της δημοκρατίας, καθώς και άλλα παρόμοια μ’ αυτά, και, όπως φαίνεται, το πολίτευμά της θα είναι ευχάριστο, αναρχικό και με ποικίλα στοιχεία, και θα διανέμει κάποια ισότητα κατά τον ίδιο τρόπο και σε ίσους και σε άνισους.

Μιλάς για πράγματα αρκετά γνωστά, είπε.

Πρόσεξε όμως, είπα εγώ, ποιος θα είναι ο αντίστοιχος ατομικός χαρακτήρας. Ή πρώτα πρέπει να εξετάσουμε, όπως εξετάσαμε και την πολιτεία, σύμφωνα με ποιον τρόπο δημιουργείται;

Ναι, είπε.

Δεν θα δημιουργείται τάχα με αυτόν εδώ; Από εκείνο τον φειδωλό στα χρήματα και ολιγαρχικό άνθρωπο, θαρρώ, μπορεί να γεννηθεί παιδί που θ’ ανατραφεί από τον πατέρα του σύμφωνα με τις συνήθειές του;

Πως όχι;

Με τη βία λοιπόν και το παιδί αυτό θα εξουσιάζει τις προσωπικές ηδονές του, όσες βέβαια είναι δαπανηρές και όχι κερδοφόρες, αυτές, δηλαδή, που δεν χαρακτηρίζονται ως απαραίτητες.

Είναι φανερό, είπε.

Θέλεις, λοιπόν, για να μην μιλάμε με ασάφεια, να καθορίσουμε πρώτα ποιες είναι οι αναγκαίες επιθυμίες και ποιες όχι;

Θέλω, είπε αυτός.

Δεν θα ονομάζονται δικαιολογημένα αναγκαίες, αυτές που δεν είμαστε ικανοί ν’ απομακρύνουμε και όσες μας ωφελούν όταν ικανοποιηθούν; Γιατί κατά φυσική αναγκαιότητα κλίνουμε και προς τις δύο αυτές ή όχι;

Και πολύ μάλιστα.

Δικαιολογημένα, λοιπόν θα πούμε γι’ αυτές τούτο, πως είναι δηλαδή αναγκαίες.

Και πολύ μάλιστα.

Δικαιολογημένα, λοιπόν θα πούμε γι’ αυτές τούτο, πως είναι δηλαδή αναγκαίες.

Δικαιολογημένα.

Τι λες; Εκείνες όμως από τις οποίες μπορεί κανείς ν’ απαλλαγεί, αν εξασκηθεί από τα νιάτα του, και που δεν κάνουν κανένα καλό αν υπάρχουν, αλλά το αντίθετο, αν πούμε πως όλες αυτές δεν είναι αναγκαίες, θα μιλούσαμε άραγε σωστά;

Σωστά βέβαια.

Να πάρουμε δηλαδή κάποιο παράδειγμα από το κάθε είδος, για να έχουμε την τυπική μορφή τους;

Πρέπει, βέβαια.

Επομένως λοιπόν, η επιθυμία να φάει κανείς όσο να εξασφαλίσει την υγεία και την ευεξία του, με τη μορφή επιθυμίας για ψωμί και προσφάγι δεν είναι αναγκαία;

Νομίζω ναι.

Όσο για την επιθυμία του ψωμιού είναι αναγκαία για δύο λόγους και γιατί είναι ωφέλιμη και γιατί μπορεί να σταματήσει τη ζωή μας.

Ναι.

Όσο για το προσφάγι είναι αναγκαία, εφόσον μας παρέχει κάποια ωφέλεια για τη σωματική ευεξία.

Βεβαιότατα.

Τι λες; Η επιθυμία που πάει πιο πέρα από αυτές και σε διαφορετικά εδέσματα από τούτα, αν από τη νεανική ηλικία πειθαρχηθεί και πάρει την κατάλληλη εκπαίδευση, αφήνει ήσυχους τους πιο πολλούς από τους ανθρώπους, που και βλαβερή είναι για το σώμα και βλαβερή επίσης στην ψυχή ως προς τη φρόνηση και τη σωφροσύνη, σωστά άραγε δεν θα χαρακτηριζόταν ως μη αναγκαία;

Σωστότατα, βέβαια.

Δεν θα πούμε λοιπόν ακόμα πως είναι καταναλωτικές αυτές, ενώ οι άλλες κερδοφόρες, επειδή μας είναι χρήσιμες για τις εργασίες μας;

Γιατί όχι;

Λοιπόν και για τις αφροδισιακές και για τις άλλες επιθυμίες θα πούμε τα ίδια;

Τα ίδια.

Επομένως λοιπόν και αυτός τον οποίο τώρα δα ονομάζαμε κηφήνα, δεν είναι αυτός που λέγαμε πως είναι γεμάτος από τις ηδονές και επιθυμίες τέτοιου είδους και πως κυριαρχείται από τις μη αναγκαίες, ενώ ο άλλος, που κυριαρχείται από τις αναγκαίες, πως είναι και φειδωλός και ολιγαρχικός;

Αναμφίβολα.

Ας πούμε ξανά λοιπόν, είπα εγώ, πως ο δημοκρατικός δημιουργείται από τον ολιγαρχικό. Μου φαίνεται όμως πως τις πιο πολλές φορές δημιουργείται έτσι.

Πως;

Όταν ένας νέος που έχει ανατραφεί, όπως λέγαμε μόλις τώρα, με απαιδευσία και τσιγκουνιά, γευτεί το μέλι των κηφήνων και συναναστραφεί με τα φλογερά και φοβερά θηρία, που μπορούν να προξενούν κάθε είδους ηδονές, διαφορετικές και κάθε μορφής, εδώ λοιπόν θεώρησε πως βρίσκεται η αρχή της μεταβολής της ολιγαρχικής φύσης του σε δημοκρατική.

Είναι μεγάλη ανάγκη, είπε.

Επομένως λοιπόν, όπως ακριβώς η πόλη άλλαξε, όταν η μια παράταξη βοηθήθηκε απ’ έξω από την όμοια της σαν όμοια που ήταν, έτσι και ο νεαρός δεν μεταβάλλεται όταν αντίστοιχα βοηθήσουν απ’ έξω κάποια είδη επιθυμιών που είναι συγγενικά και όμοια με τις άλλες που έχει μέσα του;

Βεβαιότατα.

Και αν λοιπόν, νομίζω, στο ολιγαρχικό κομμάτι της ψυχής του έρθει ως σύμμαχος κάποιος, ή από τη μεριά του πατέρα του ή των υπόλοιπων οικείων του με τις συμβουλές και με τις επικρίσεις τους, θα δημιουργηθεί τότε μέσα του επανάσταση και αντεπανάσταση και πόλεμος μέσα του εναντίον του ίδιου του εαυτού του.

Τι άλλο;

Και κάποιες φορές βέβαια, θαρρώ, το δημοκρατικό μέρος υποχώρησε στο ολιγαρχικό και από τις επιθυμίες, άλλες καταστράφηκαν και άλλες εξορίστηκαν, καθώς δημιουργήθηκε κάποια συστολή στην ψυχή του νέου και έτσι γίνεται πάλι κόσμιος.

Πράγματι, είπε, καμιά φορά γίνεται κι αυτό.

Πάλι όμως, νομίζω, άλλες, συγγενικές με τις επιθυμίες που εξορίστηκαν, αναβιώνουν από την αμάθεια της ανατροφής που δίνει ο πατέρας, και γίνονται περισσότερες και ισχυρότερες.

Συνηθίζεται βέβαια, είπε, να γίνεται κατ’ αυτό τον τρόπο.

Τον τραβάνε λοιπόν προς τις ίδιες συναναστροφές και με τη λαθραία συνεύρεση γεννούν μέσα του ένα πλήθος.

Πως όχι;

Στο τέλος, νομίζω, κυριεύουν την ακρόπολη της ψυχής του νέου, καθώς καταλαβαίνουν πως ήταν άδεια από μαθήματα και καλές ενασχολήσεις και λόγους αληθινούς, αυτά δηλαδή που είναι άριστοι φρουροί και φύλακες στις διάνοιες των θεάρεστων ανθρώπων.

Και σε μεγάλο βαθμό βέβαια, είπε.

Νομίζω όμως πως ψεύτικοι και αλαζονικοί λόγοι και δοξασίες ανεβαίνουν αντί για κείνες και κυριεύουν την ακρόπολη αυτού του ανθρώπου.

Και πολύ μάλιστα, είπε.

Έτσι λοιπόν, δεν θα έρθει πάλι σε κείνους τους Λωτοφάγους και δεν θα κατοικεί φανερά μαζί τους, και αν ακόμα φτάσει κάποια βοήθεια στο φειδωλό μέρος της ψυχής του από τους δικούς του, οι αλαζονικοί εκείνοι λόγοι κλείνουν τις πύλες του βασιλικού τείχους μέσα στην ψυχή του, και δεν επιτρέπουν την είσοδο ούτε στους ίδιους τους συμμάχους, κι ούτε τους λόγους, που σαν πρεσβεία στέλνουν οι γεροντότεροι πολίτες, δέχονται, αλλά οι ίδιοι επικρατούν στη μάχη και, ονομάζοντας την ντροπή ηλιθιότητα, με εξευτελισμούς τη διώχνουν εξόριστη, και τη σωφροσύνη, ονομάζοντάς την ανανδρία, με προπηλακισμούς την πετάνε έξω, ενώ το μέτρο και τις λογικές δαπάνες, πείθοντας πως είναι αμορφωσιά και υποδούλωση, τα εξορίζουν με τη συνδρομή πολλών και ανώφελων επιθυμιών;

Βεβαιότατα.

Αφού λοιπόν αδειάσουν και καθαρίσουν από αυτές τις αρετές την ψυχή του νέου, που βρίσκεται υπό την κατοχή τους, και στις μεγάλες τελετές τον μυούν, και μετά από αυτό οδηγούν πια την αλαζονεία και την αναρχία και την ασωτία και την αναίδεια λαμπροστόλιστες και στεφανωμένες με συνοδεία μεγάλου χορού, εγκωμιάζοντάς τις και ονομάζοντάς τις με λόγια χαϊδευτικά, αποκαλώντας την αλαζονεία σωστή παιδεία, την αναρχία ελευθερία, την ασωτία μεγαλοπρέπεια και την αναίδεια ανδρεία. Έτσι κάπως, είπα εγώ, δεν μεταβάλλεται άραγε ένας νέος που, ενώ είναι αναθρεμμένος να ικανοποιεί τις αναγκαίες του επιθυμίες, επιζητεί τώρα την απελευθέρωση και την χωρίς περιορισμούς ικανοποίηση και των περιττών και των ανώφελων ηδονών;

Πάρα πολύ και πολύ έντονα, είπε αυτός.

Μετά από αυτά ο τέτοιου είδους άνθρωπος ζει, νομίζω, χωρίς καμία ιδιαίτερη διάκριση σχετικά με τις αναγκαίες ή μη αναγκαίες ηδονές, ξοδεύοντας και χρήμα και κόπο και χρόνο Αλλά, αν ήταν τόσο καλότυχος και δεν καταληφθεί εντελώς από βακχική μανία αλλά, αφού μεγαλώσει κάπως, αφήσει πίσω του την πολλή φασαρία των ηδονών και ανακαλέσει από την εξορία μερικές αρετές και δεν δώσει την ψυχή του ολόκληρη και στους τελευταίους παθιασμένους εισβολείς, και αφού καταφέρει να φέρει σε ισορροπία κάπως τις ηδονές, έτσι περνάει τη ζωή του, παραδίνοντας τον έλεγχο του εαυτού του σ’ αυτή την ηδονή που θα του τύχει κάθε φορά, σαν από κλήρο, ώσπου αυτή να ικανοποιηθεί απόλυτα, και μετά σε άλλη, χωρίς να περιφρονεί καμιά αλλά ικανοποιώντας τις όλες το ίδιο.

Βεβαιότατα.

Και δεν δέχεται, είπα εγώ, ν’ ακούσει τον ορθό λόγο ούτε του επιτρέπει την είσοδο στο φρούριο, αν κάποιος του πει πως υπάρχουν ηδονές που προέρχονται από ωραίες και καλές επιθυμίες, ενώ άλλες από κακές. Και τις πρώτες πρέπει να τις καλλιεργεί και να τις εκτιμά, και τις άλλες να τις καταστέλλει και να τις υποτάσσει. Αλλά σε όλα αυτά γνέφει αρνητικά και λέει πως όλες είναι ίδιες και εξίσου πρέπει να τις τιμά.

Αφού βρίσκεται βέβαια σε αυτή την κατάσταση, αυτό κάνει επίμονα, είπε.

Έτσι λοιπόν, είπα εγώ, περνάει την κάθε μέρα της ζωής του, προσφέροντας τον εαυτό του στην επιθυμία που θα του τύχει, άλλοτε, δηλαδή, μεθυσμένος και μέσα στους ήχους των αυλών, άλλοτε πάλι πίνοντας νερό μονάχα και αδυνατισμένος από τη δίαιτα, άλλοτε γυμναζόμενος, και κάποτε άλλοτε τεμπέλης και αδιάφορος για τα πάντα, και κάποτε σαν δοσμένος στη φιλοσοφία. Πολλές φορές πολιτεύεται και πετάγεται συνεχώς και λέει και κάνει ό,τι του τύχει. Και αν καμιά φορά ζηλέψει τους πολεμιστές, σ’ αυτή την τέχνη στρέφεται, ή, αν ζηλέψει τους χρηματιστές, πάνω σε αυτό ρίχνεται με ζήλο. Και ούτε καμιά τάξη ούτε ανάγκη υπάρχει στη ζωή του, αλλά λέγοντας τούτο τον τρόπο ζωή ευχάριστο και ελεύθερο και ευτυχισμένο, τον ακολουθεί για πάντα.

Περιέγραψες τη ζωή κάποιου ανθρώπου, που είναι υποστηρικτής της ισονομίας, με μεγάλη λεπτομέρεια, είπε αυτός.

Νομίζω, όμως, είπα εγώ, πως έχει διάφορες πτυχές ο άνθρωπος αυτός και είναι γεμάτος από πάρα πολλά ήθη και μορφές, όπως εκείνη η πόλη. Πολλοί και πολλές θα μπορούσαν να ζηλέψουν τη ζωή του, καθώς περικλείει μέσα του πάμπολλα πρότυπα και πολιτευμάτων και ηθών.

Αυτός είναι πράγματι έτσι, είπε.

Τι θα κάνουμε λοιπόν; Δεν θα καταταχτεί από μας ο άνθρωπος αυτού του είδους ως αντίστοιχος της δημοκρατίας, και σωστά δεν θα χαρακτηρίζεται ως δημοκρατικός;

Ας καταταχτεί, είπε.

Μας μένει λοιπόν να εξετάσουμε το καλύτερο πολίτευμα και τον καλύτερο άνθρωπο, την τυραννίδα και τον τύραννο.

Βεβαιότατα, είπε.

Εμπρός, λοιπόν, με ποιο χαρακτήρα μας παρουσιάζεται, αγαπητέ φίλε, η τυραννίδα; Το ότι προκύπτει βέβαια από την δημοκρατία, είναι ολοφάνερο σχεδόν.

Ολοφάνερο.

Δεν δημιουργείται άραγε κατά τον ίδιο περίπου τρόπο η δημοκρατία από την ολιγαρχία και από τη δημοκρατία η τυραννίδα;

Πως;

Αυτό το αγαθό που στόχευαν και μέσα από το οποίο η ολιγαρχία εδραιωνόταν – αυτό λοιπόν ήταν ο υπέρμετρος πλούτος. Έτσι είναι;

Ναι.

Η απληστία του πλούτου, λοιπόν, και η παραμέληση των άλλων υποθέσεων για τα χρήματα, την κατάστρεψαν.

Αλήθεια είναι, είπε.

Συνεπώς, και η απληστία γι’ αυτό, που ορίζεται από τη δημοκρατία ως αγαθό, δεν καταλύει και την ίδια τη δημοκρατία;

Ποιο αγαθό εννοείς όμως πως ορίζει αυτή;

Την ελευθερία, είπα. Γιατί αυτό θα ακούσεις γενικά σε μια πόλη που διοικείται δημοκρατικά πως είναι το καλύτερο αγαθό και για αυτό αξίζει μόνο να μένει σ’ αυτή όποιος είναι από τη φύση του ελεύθερος.

Λέγεται και πολύ μάλιστα, είπε, αυτή η έκφραση.

Άραγε λοιπόν, είπα εγώ, όπως εγώ τώρα θέλω να πω, η απληστία σε σχέση με αυτό το αγαθό και η αμέλεια για τ’ άλλα, μεταβάλλουν αυτό το πολίτευμα και το προετοιμάζουν να έχει την ανάγκη της τυραννίδας;

Πως; είπε.

Όταν, νομίζω, μια δημοκρατική πόλη που διψάει για ελευθερία, τύχει να έχει κακούς οινοχόους κυβερνήτες, και μεθύσει, επειδή της παρέχουν άκρατη ελευθερία παραπάνω απ’ όση πρέπει, τους άρχοντες λοιπόν, αν δεν είναι ήπιοι και δε της παρέχουν μεγάλη ελευθερία, τους τιμωρεί με την κατηγορία του καταχθόνιου και ολιγαρχικού.

Πράγματι το κάνουν αυτό, είπε.

Όσο για τους υπηκόους των αρχόντων τους εξευτελίζει σαν εθελόδουλους τάχα και τιποτένιους, ενώ τους άρχοντες που μοιάζουν με αρχόμενους και τους αρχόμενους που μοιάζουν με άρχοντες, και τους δύο τους επαινεί και τους τιμά εξίσου και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή. Μέσα σ’ αυτή την πόλη λοιπόν, σύμφωνα με την αναγκαιότητα, δεν θα φτάσει στο ανώτατο σημείο η ελευθερία;

Πως όχι;

Και θα βουτήξει, είπα εγώ, αγαπητέ μου, μέσα στα σπίτια των πολιτών, και στο τέλος ακόμα και στα ζώα θα εμφυτευτεί η αναρχία.

Πως το εννοούμε; είπε αυτός.

Όπως ο πατέρας, είπα, συνηθίζει να γίνεται όμοιος με το παιδί και φοβάται τα παιδιά του, και το παιδί με τον πατέρα του, αλλά ούτε ντρέπεται ούτε φοβάται τους γονείς, για να είναι δηλαδή ελεύθερο. Όπως ο μέτοικος γίνεται ίσος με τον πολίτη και ο πολίτης με τον μέτοικο, και ο ξένος το ίδιο.

Πράγματι, έτσι γίνεται, είπε.

Κι αυτά, είπα εγώ, και άλλα μικρότερα σαν αυτά γίνονται. Κι ο δάσκαλος μέσα σε μια τέτοια πόλη φοβάται τους μαθητές και τους χαϊδεύει, και οι μαθητές αδιαφορούν για τους δασκάλους, και το ίδιο για τους παιδαγωγούς. Και οι νέοι θέλουν να παριστάνουν τους μεγαλύτερους και παραβγαίνουν μαζί τους και στα λόγια και στα έργα, ενώ οι γέροντες έρχονται στην ίδια θέση με τους νέους και όλο κάνουν αστεία και χαριεντισμούς, κατά μίμηση των νέων, για να μην δείχνουν πως είναι αποκρουστικοί και αυταρχικοί.

Βεβαιότατα, είπε.

Όμως φίλε μου, είπα εγώ, το ακραίο σημείο της υπέρμετρης ελευθερίας μέσα σε μια τέτοια πόλη, είναι όταν οι αγορασμένοι δούλοι και δούλες είναι εξίσου ελεύθεροι με κείνους που τους αγόρασαν. Όσο για τις γυναίκες, παραλίγο να ξεχάσουμε να πούμε πόση ισότητα και ελευθερία έχουν σε σχέση με τους άνδρες, όπως και οι άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες.

Σύμφωνα με τον Αισχύλο, λοιπόν, είπε, δεν “θα λέμε ότι μας έρθει τώρα στο στόμα;”

Βέβαια, είπα. Κι εγώ τουλάχιστον με τον ίδιο τρόπο μιλάω. Το πόσο λοιπόν πιο ελεύθερα είναι εδώ παρά σε άλλη πόλη τα κατοικίδια ζώα δεν θα το πιστέψει τόσο εύκολα κανείς αν δεν το δει. Πραγματικά, όπως λέει η παροιμία, και οι σκύλες γίνονται ακριβώς όπως οι κυράδες τους, όπως δηλαδή και τ’ άλογα και τα γαϊδούρια, με μεγάλη ελευθερία και με ακόμα μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια συνηθίζουν να πορεύονται στους δρόμους, πέφτοντας πάνω στον καθένα που απαντούν, αν δεν τραβηχτεί. Και όλα τ’ άλλα συμβαίνει να είναι έτσι γεμάτα από ελευθερία.

Τον εφιάλτη μου μου λες, είπε. Γιατί κάθε φορά που τραβάω για το χωράφι αυτό παθαίνω.

Για ν’ ανακεφαλαιώσουμε δηλαδή, είπα εγώ, εννοείς πως όλα αυτά αν τα προσθέσεις κάνουν την ψυχή των πολιτών μαλθακή, ώστε ακόμα κι αν κανείς τους επιβάλλει τον ελάχιστο καταναγκασμό, ν’ αγανακτούν και να μην το ανέχονται; Γιατί στο τέλος ξέρεις γενικά πως ούτε τους γραπτούς νόμους φροντίζουν ούτε τους άγραφους, για να μην υπάρχει σε καμία περίπτωση κανένας αφέντης πάνω από το κεφάλι τους.

Το ξέρω, και μάλιστα καλά, είπε.

Αυτή λοιπόν, αγαπητέ μου, κατά τη γνώμη μου είναι η αρχή η τόσο ωραία και χαριτωμένη, απ’ όπου φυτρώνει η τυραννίδα.

Αναμφίβολα χαριτωμένη, είπε. Αλλά τι γίνεται μετά από αυτό;

Το ίδιο νόσημα, είπα εγώ, που αφού συνέβη στην ολιγαρχία, την κατέστρεψε, έτσι και μέσα σε αυτή δημιουργείται και γίνεται δυνατότερο εξαιτίας της ελευθερίας και υποδουλώνει εντελώς τη δημοκρατία. Και πράγματι, κάτι πέρα από το μέτρο συνηθίζει να προκαλεί τη μετάπτωση στο αντίθετό του, όπως γίνεται με τις εποχές του χρόνου και τα φυτά και τα σώματα και περισσότερο τα πολιτεύματα.

Είναι φυσικό, είπε.

Γιατί η υπέρμετρη ελευθερία δεν καταλήγει καθώς φαίνεται σε καμία άλλη μεταβολή, παρά σε υπέρμετρη δουλεία και για τον πολίτη και για την πόλη.

Πράγματι, φυσικό.

Εύλογα λοιπόν, είπα, και η τυραννίδα δεν δημιουργείται από κάποιο άλλο πολίτευμα, παρά από το δημοκρατικό, όπου από την απεριόριστη ελευθερία, θαρρώ, πηγάζει και η μεγαλύτερη και ακόμα αγριότερη δουλεία.

Είναι βέβαια λογικό, είπε.

Αλλά νομίζω, είπα, πως δεν ρώτησες αυτό, αλλά ποιο είναι το νόσημα που φυτρώνει κατά τον ίδιο τρόπο στην ολιγαρχία και στη δημοκρατία, υποδουλώνοντάς την.

Αληθινά μιλάς, είπε.

Εκείνο λοιπόν έλεγα, πως από το γένος των οκνηρών και άσωτων ανθρώπων, το ένα μέρος, το πιο ανδρείο, προηγείται, ενώ το άλλο, το πιο άνανδρο, ακολουθεί. Αυτούς τους ανθρώπους εμείς τους παρομοιάζουμε με κηφήνες, που άλλοι έχουν κεντρί και άλλοι όχι.

Και πολύ σωστά, είπε.

Αυτά τα γένη λοιπόν, είπα εγώ, δημιουργούν αναταραχές σε ολόκληρη την πόλη, όπως το φλέγμα και η χολή στο σώμα. Αυτά ακριβώς πρέπει να τα προσέχει ο καλός γιατρός και ο νομοθέτης της πόλης το ίδιο με τον σοφό μελισσοκόμο, που από πριν προσέχει κυρίως πως δεν θα εμφανιστούν καθόλου, κι αν εμφανιστούν, πώς να τ’ αποβάλει όσο γίνεται πιο σύντομα, μαζί με τις ίδιες τις κηρήθρες.

Ναι, μα τον Δία, έτσι γίνεται σε κάθε περίπτωση, είπε αυτός.

Ας εξετάσουμε λοιπόν ως εξής, για να δούμε πιο ξεκάθαρα αυτό που θέλουμε.

Πως;

Ας χωρίσουμε τη δημοκρατική πόλη με τον λόγο μας, σε τρεις τάξεις, όπως πραγματικά συμβαίνει. Πρώτη λοιπόν τάξη φυτρώνει μέσα της αυτή η τάξη που λέγαμε, σε μεγαλύτερο βαθμό, παρά στην ολιγαρχική πόλη εξαιτίας της απόλυτης ελευθερίας.

Έτσι είναι.

Όμως είναι πολύ βλαβερή μέσα στη δημοκρατική, παρά στην ολιγαρχική πόλη.

Πως;

Στην ολιγαρχία επειδή δεν έχει καμιά υπόληψη αλλά απομακρύνεται από τα δημόσια αξιώματα, είναι αγύμναστη και δεν γίνεται δυνατή. Μέσα στη δημοκρατία όμως αυτή η τάξη έχει τις ανώτερες θέσεις της, εκτός από λίγες. Και οι δυνατότεροι μιλάνε και διοικούν, ενώ οι άλλοι μαζεύονται γύρω από το βήμα και ζουζουνίζουν και δεν επιτρέπουν τη διατύπωση αντίθετης γνώμης, για να διοικούνται τα πάντα μέσα σ’ αυτή την πόλη εκτός από λιγοστά, απ’ αυτούς.

Πάρα πολύ, είπε αυτός.

Υπάρχει λοιπόν και κάποια άλλη τάξη που πάντα διακρίνεται από το πλήθος, τέτοιου είδους.

Ποια;

Από αυτούς που ασχολούνται με τα χρήματα, όσοι είναι οι κοσμιότεροι στον χαρακτήρα γίνονται τις περισσότερες φορές πάμπλουτοι.

Φυσικό είναι.

Από την τάξη αυτή, νομίζω, πως οι κηφήνες θα μπορέσουν να τραβήξουν περισσότερο και ευκολότερα μέλι.

Πράγματι. Πως θα μπορούσε να τραβήξει κανείς από αυτούς που έχουν λίγα;

Οι τέτοιου είδους πλούσιοι, νομίζω, αποκαλούνται το βοτάνι των κηφήνων.

Κάπως έτσι, είπε.

Τρίτη τάξη, θα μπορούσε να ονομαστεί το σύνολο του λαού, όσοι δηλαδή είναι τεχνίτες και αμέτοχοι στα πολιτικά, και δεν έχουν αποκτήσει μεγάλη περιουσία. Αυτή η τάξη, είναι η μεγαλύτερη και η κυριότερη μέσα στη δημοκρατία, όταν φυσικά συνενωθεί.

Έτσι είναι, είπε. Αλλά δεν θα θέλει συχνά να το πράττει αυτό, αν δεν παίρνει το μερίδιό της από το μέλι.

Παίρνει λοιπόν, είπα εγώ, κατά το όσο μπορούν κάθε φορά οι κυβερνήσεις ν’ αφαιρούν τα υπάρχοντα από τους ιδιοκτήτες και να τα διανέμουν στον λαό, αφού κρατήσουν οι ίδιοι τα περισσότερα.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, είπε αυτός, παίρνει το μερίδιό της.

Αναγκάζονται δηλαδή, νομίζω, αυτοί που τα χάνουν, να κάνουν την υπεράσπισή τους, λέγοντας και κάνοντας όσα περισσότερα μπορούν μέσα στην εκκλησία του δήμου.

Γιατί όχι;

Κατηγορούνται λοιπόν από τους άλλους, ακόμα κι αν δεν έχουν καμιά επιθυμία για πολιτικές αλλαγές, πως προετοιμάζουν ενέργειες ενάντια στον λαό και πως είναι ολιγαρχικοί.

Τι άλλο;

Στο τέλος λοιπόν, όταν βλέπουν τον λαό, όχι με την θέλησή του αλλά επειδή δεν κατάλαβε και εξαπατήθηκε από τους συκοφάντες, να επιχειρεί να τους αδικήσει, τότε πια, είτε το θέλουν είτε όχι, γίνονται στ’ αλήθεια ολιγαρχικοί, χωρίς τη θέλησή τους, αλλά γιατί και αυτό ακόμα το κακό το μπολιάζει ο κηφήνας κεντρίζοντάς τους.

Βεβαιότατα.

Γίνονται, δηλαδή, καταγγελίες και δίκες και δικαστικοί αγώνες μεταξύ τους.

Και πολλές μάλιστα.

Δεν συνηθίζει ο λαός να έχει κάποιο πρόσωπο ξεχωριστό που να το ορίζει προστάτη του και να το τρέφει και να του αυξάνει τη δύναμή του;

Πράγματι το συνηθίζει.

Από αυτό λοιπό είναι φανερό, είπα εγώ, πως όταν ξεφυτρώνει ένας τύραννος, είναι βλαστός από αυτή τη ρίζα της προστασίας, και όχι από πουθενά αλλού.

Είναι φανερό και πολύ μάλιστα.

Πως θ’ αρχίσει λοιπόν μεταβολή από τον προστάτη στον τύραννο; Ή είναι φανερό πως γίνεται αυτό, όταν αρχίσει ο προστάτης να κάνει τα ίδια με αυτό τον άνθρωπο στον μύθο, που λέγεται σχετικά με τον λαό του Λυκαίου Δία στην Αρκαδία;

Ποιος μύθος; είπε.

Πως τάχα αυτός που θα δοκιμάσει ανθρώπινο σπλάχνο από έναν άνθρωπο κατακομματιασμένο ανάμεσα στ’ άλλα σφάγια, θα μεταμορφωθεί οπωσδήποτε σε λύκο. Ή μήπως δεν έχεις ακούσει τον μύθο;

Βέβαια.

Επομένως, και αυτός που είναι προστάτης του λαού, αν αποκτήσει έναν όχλο εντελώς πειθήνιο, δεν κρατηθεί μακριά από τον εμφύλιο σπαραγμό, αλλά κατηγορώντας άδικα, πράγμα συνηθισμένο, τον σέρνει στα δικαστήρια, μολύνεται από τον φόνο, επειδή σκότωσε άνθρωπο, και επειδή με τη γλώσσα και το στόμα του γεύεται ανόσιο αίμα συγγενών, εξορίζει και σκοτώνει και υπόσχεται άφεση χρεών και αναδασμό της γης, μετά από αυτά ένας τέτοιος προστάτης κατ’ ανάγκη δεν είναι καταδικασμένος από τη μοίρα του ή να σκοτωθεί από τους εχθρούς ή να γίνει τύραννος και να μεταμορφωθεί από άνθρωπο σε λύκο;

Εντελώς αναπόφευκτο, είπε.

Αυτός λοιπόν, είπα, είναι που υποκινεί τις εξεγέρσεις ενάντια σ’ αυτούς που έχουν τα πλούτη.

Αυτός.

Επομένως λοιπόν, αν εξοριστεί και επιστρέψει παρά τη θέληση των εχθρών, δεν επανέρχεται τύραννος ολοκληρωμένος;

Ολοφάνερο.

Αν όμως δεν έχουν τη δύναμη να τον εξορίσουν ή, δημιουργώντας έχθρα ανάμεσα σ’ αυτόν και στους πολίτες, να τον σκοτώσουν, κάνουν δόλιες ενέργειες για να τον δολοφονήσουν κρυφά.

Συνήθως έτσι γίνεται, είπε αυτός.

Τότε δηλαδή, μηχανεύονται εκείνο το πολυθρύλητο τυραννικό τέχνασμα, όλοι όσοι έχουν περιέλθει σ’ αυτή τη θέση, και ζητούν δηλαδή από τον δήμο κάποιους σωματοφύλακες για να σωθεί ο προστάτης του δήμου.

Μάλιστα είπε.

Και του δίνουν πραγματικά, γιατί φοβήθηκαν νομίζω για την ακεραιότητα τη δική του, ενώ για τους εαυτούς τους διατηρούν το θάρρος τους.

Και βέβαια.

Όταν όμως τον δει κάποιος που έχει περιουσία και μαζί με την περιουσία έχει το μίσος του λαού, τότε δηλαδή αυτός, φίλε μου, σύμφωνα με τον χρησμό που δόθηκε στον Κροίσο,

στον Έρμο τον χαλικόστρωτο

πηγαίνει, και δεν σταματά, κι ούτε ντροπή το’χει που δείλιασε.

Πράγματι, είπε, γιατί δεν θα μπορέσει να ντραπεί, ούτε και τη δεύτερη φορά.

Θαρρώ πως αυτός, αν συλληφθεί, καταδικάζεται σε θάνατο, είπα εγώ.

Κατ’ ανάγκη.

Όσο για τον προστάτη, εκείνος πια είναι φανερό πως δεν “ξαπλώνεται φαρδύς πλατύς”, αλλά αφού κατατροπώσει πολλούς άλλους θρονιάζεται στο άρμα της πόλης, καταφέρνοντας να γίνει σωστός τύραννος αντί για προστάτης.

Πως δεν θα γινόταν έτσι; είπε.

Να εξετάσουμε τώρα την ευδαιμονία, είπα εγώ, και του ανθρώπου αυτού και της πόλης, μέσα στην οποία μπόρεσε να δημιουργηθεί ένας τέτοιος θνητός;

Να την εξετάσουμε ιδιαίτερα, είπε.

Άραγε λοιπόν, τις πρώτες μέρες και τον πρώτο καιρό δεν χαμογελάει πλατιά και δεν αγκαλιάζει όλους όσους συναντήσει, και δεν ισχυρίζεται πως διόλου δεν είναι τύραννος, δίνοντας υποσχέσεις πολλές, και κατ’ ιδίαν και δημοσίως, και δεν απαλλάσσει από τα χρέη και δεν μοιράζει τη γη στον λαό και στους δικούς του και δεν υποκρίνεται πως είναι συγκαταβατικός και πράος;

Κατ’ ανάγκη, είπε.

Και όταν νομίζω, από τους εξωτερικούς εχθρούς, με άλλους πάψει τις εχθροπραξίες, και άλλους τους καταστρέψει και ησυχάσει από αυτούς, στην αρχή κινεί πάντα κάποιους πολέμους για να έχει ανάγκη από ηγέτη ο δήμος.

Φυσικά.

Δεν το κάνει λοιπόν για να γίνουν οι πολίτες φτωχοί, από τη συνεισφορά χρημάτων για τον πόλεμο και ν’ αναγκαστούν έτσι να επιδοθούν στον καθημερινό τους βιοπορισμό, κι έτσι να τον επιβουλεύονται λιγότερο;

Φανερό.

Και αν υποπτευθεί μερικούς πως, καθώς έχουν φιλελεύθερα φρονήματα, θα τον εμποδίσουν στη διακυβέρνησή του, δεν θα έχει πρόσχημα να τους εξοντώσει, παραδίνοντάς τους στους εχθρούς; Και για όλους αυτούς τους λόγους, δεν δημιουργείται η ανάγκη στον τύραννο να υποδαυλίζει τον πόλεμο;

Δημιουργείται.

Αν όμως τα κάνει αυτά δεν είναι περισσότερο απεχθής στους πολίτες;

Πως όχι;

Λοιπόν, και μερικοί από εκείνους που τον βοήθησαν να καταλάβει την εξουσία και είναι σε θέση να εκφράζονται ελεύθερα και σ’ αυτόν και μεταξύ τους, δεν θα τον κατακρίνουν για τα γεγονότα, όσοι από αυτούς τυχαίνει να είναι άνδρες ισχυρότεροι;

Φυσικά.

Πρέπει λοιπόν ο τύραννος, αν σκοπεύει να παραμείνει στην εξουσία, όλους αυτούς να τους αφανίσει, ώσπου να μην μείνει κανένας, ούτε από τους φίλους ούτε από τους εχθρούς, που να έχει αξία.

Είναι φανερό, είπε.

Πρέπει λοιπόν να παρατηρεί προσεκτικά ποιος είναι ανδρείος, ποιος μεγαλόφρων, ποιος συνετός, ποιος πλούσιος. Και είναι τόσο μακάριος, ώστε υπάρχει ανάγκη γι’ αυτόν να έχει πόλεμο με όλους αυτούς, εκούσιο ή ακούσιο, και να τους επιβουλεύεται μέχρι ν’ αποκαθάρει την πόλη.

Ωραία κάθαρση θα κάνει, είπε.

Ναι, είπα εγώ, το αντίθετο από αυτό που κάνουν οι γιατροί στα σώματα. Γιατί οι τελευταίοι, αφαιρούν το κάκιστο και αφήνουν το βέλτιστο, ενώ ο τύραννος το αντίθετο.

Καθώς φαίνεται, είπε, πράγματι, αυτό θα κάνει αναγκαστικά, αν θέλει να συνεχίσει να κυβερνάει.

Μέσα σε καλότυχη ανάγκη τάχα, είπα εγώ, έχει δεθεί, που τον υποχρεώνει να συμβιώνει με τους περισσότερους τιποτένιους ανθρώπους, και να μισείται ακόμα απ’ αυτούς ή να πεθαίνει.

Σε μια τέτοια τύχη, είπε αυτός.

Επομένως λοιπόν, όσο περισσότερο απεχθής γίνεται στους πολίτες κάνοντας αυτά, τόσο περισσότερο επίσης δεν θα χρειαστεί και πιο πολλούς και πιο πιστούς σωματοφύλακες;

Πως όχι;

Ποιους πιστούς θα βρει λοιπόν και από πού θα τους φέρει;

Από μόνοι τους θα έρθουν πολλοί πετώντας, αν τους δίνει μισθό.

Μα τον κύνα, μου φαίνεται, είπα εγώ, πως εννοείς πάλι κηφήνες και μάλιστα καποιους ξένους και κάθε λογής.

Σωστή εντύπωση σου έδωσα πράγματι, είπε.

Μα τι λες; Δεν θα θελήσει ντόπιους…

Πως;

Να πάρει τους δούλους από τους πολίτες, και αφού τους ελευθερώσει να τους κάνει σωματοφύλακές του.

Βεβαιότατα, είπε, γιατί τουλάχιστον θα του είναι πάρα πολύ πιστοί.

Αληθινά ως αξιοζήλευτο πράγμα, είπα εγώ, παρουσιάζεις τον τύραννο, αν χρησιμοποιεί και φίλους και πιστούς ανθρώπους, αφού σκότωσε εκείνους τους προηγούμενους.

Παρ’ όλα αυτά, είπε, τέτοιου είδους ανθρώπους χρησιμοποιεί.

Και τον θαυμάζουν δηλαδή, είπα, αυτοί οι σύντροφοί του και τον βοηθούν οι νέοι πολίτες, ενώ οι καλοί τον μισούν και τον αποφεύγουν;

Γιατί να διστάσουν;

Όχι άδικα, είπα εγώ, το σύνολο θεωρεί πως η τραγωδία είναι εξαιρετικά σοφή και πως ο Ευριπίδης έχει ξεχωριστή θέση σ’ αυτή;

Γιατί όμως;

Γιατί έχει πει και τούτο το απόφθεγμα με τη συμπυκνωμένη σοφία, πως είναι “οι τύραννοι σοφοί απ’ των σοφών τη συναναστροφή”. Και είναι φανερό πως θεωρούσε σοφούς, αυτούς που σχετίζονται με τον τύραννο.

Και σαν ισόθεη ακόμα, είπε, εγκωμιάζει την τυραννία, και με άλλους επίσης χαρακτηρισμούς, και αυτός και άλλοι ποιητές.

Γι’ αυτό όμως, είπα, σαν σοφοί που είναι οι ποιητές της τραγωδίας, θα συγχωρήσουν και μας και κείνους, όσοι έχουν παραπλήσιες με μας πολιτικές αντιλήψεις, που δεν θα τους αποδεχτούμε στην πολιτεία μας, επειδή είναι υμνητές της τυραννίας.

Κατά τη γνώμη μου, είπε, θα μας συγχωρήσουν, όσοι τουλάχιστον από αυτούς σκέφτονται σωστά.

Νομίζω όμως, παρ’ όλα αυτά, πως περιοδεύοντας στις άλλες πόλεις, συγκεντρώνοντας τα πλήθη και πληρώνοντας τις ωραίες και δυνατές και πειστικές φωνές, τραβάνε τις πολιτείες στις τυραννίες και στις δημοκρατίες.

Βέβαια.

Για όλα αυτά λοιπόν, και μισθούς παίρνουν και τιμές, κυρίως βέβαια όπως είναι φυσικό, από τους τυράννους, και μετά από τις δημοκρατίες. Κι όσο πιο ψηλά βαδίζουν προς την κορύφωση των πολιτευμάτων, τόσο περισσότερο τους εγκαταλείπει η εκτίμηση των άλλων, σαν να την έπιασε άσθμα και δεν μπορεί να πορευτεί.

Βεβαιότατα.

Αλλά όμως, είπα, σ’ αυτό το σημείο παρεκκλίναμε. Ας κάνουμε λόγο πάλι σχετικά με το από πού θα τραφεί εκείνο το στρατόπεδο του τυράννου, το ωραίο και πολυάριθμο και πολυποίκιλο και ποτέ ίδιο με τον εαυτό του.

Είναι φανερό, είπε, πως αν υπάρχουν μέσα στην πόλη χρήματα ιερά, αυτά θα τα ξοδέψει, και όσο θα επαρκούν τα χρήματα από τις πωλήσεις, τόσο λιγότερες εισφορές θ’ αναγκάσει τον λαό να καταβάλλει.

Τι θα κάνει όμως όταν τελειώσουν αυτά;

Είναι φανερό, είπε, πως θα τραφεί από την πατρική κληρονομιά του και ο ίδιος και οι ομοτράπεζοί του στα συμπόσια και οι φίλοι και οι φίλες του.

Θα είναι μεγάλη ανάγκη, είπε.

Τι εννοείς όμως; είπα. Κι αν ο λαός αγανακτεί και του λέει πως δεν είναι δίκαιο πράγμα να τρέφεται ο γιός, όντας στην ακμή του, από τον πατέρα του, αλλά αντίθετα να τρέφεται ο πατέρας από τον γιό, και πως ούτε τον γέννησε γι’ αυτό το λόγο, και δεν τον αποκατέστησε για να γίνει, όταν μεγαλώσει, αυτός ο ίδιος δούλος των δούλων του, και να τρέφει εκείνον και τους δούλους του και μαζί με αυτόν όλο το συνονθύλευμα των ακολούθων του, αλλά για να ελευθερωθεί με τη δική του προστασία, από τους πλούσιους και από τους λεγόμενους μέσα στην πόλη καλούς και σωστούς, και τώρα τον προστάζει να φύγει από την πόλη, και αυτός και οι σύντροφοί του, όπως ακριβώς ένας πατέρας πετάει έξω από το σπίτι τον γιό του μαζί με τους ενοχλητικούς συμποσιαστές του;

Μα τότε, μα τον Δία, είπε αυτός, θα καταλάβει πια ο δήμος, τι είδους θρέμμα γέννησε και αγάπησε και ανάστησε, και πως, παρ’ ότι είναι ασθενέστερος, προσπαθεί να διώξει τους δυνατότερους.

Μα πως το εννοείς αυτό; Θα τολμήσει ν’ ασκήσει βία κατά του πατέρα του ο τύραννος, και, στην περίπτωση που δεν υπακούει, να τον χτυπήσει κιόλας;

Ναι, είπε, αφού βέβαια τον αφοπλίσει.

Όμως εσύ, είπα εγώ, μας παρουσιάζεις τον τύραννο ως πατροκτόνο και σκληρό γηροκόμο και, καθώς φαίνεται, θα είναι τούτο πραγματική τυραννία και, όπως λέγεται, ο λαός, για ν’ αποφύγει τον καπνό της σκλαβιάς ελεύθερων πολιτών, θα πέσει μέσα στη φωτιά του δεσποτισμού των δούλων, και αντί για κείνη την απεριόριστη και παράκαιρη ελευθερία φόρεσε το ένδυμα της σκληρότατης και πικρότατης σκλαβιάς στους δούλους.

Και σε μεγάλο βαθμό, έτσι γίνονται αυτά τα πράγματα, είπε.

Τι λες λοιπόν; Δεν θα μιλήσουμε σωστά, αν πούμε πως έχουμε εξετάσει με λεπτομέρεια πως γίνεται η μετάβαση από τη δημοκρατία στην τυραννία και τι είδους χαρακτήρα θα έχει όταν γίνει;

Πολύ ικανοποιητικά, είπε.